Ζούμε τη πορεία προς τη κορύφωση του μεταπολιτευτικού ελληνικού δράματος, που αποτελεί συνέπεια της παγκόσμιας κρίσης του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού συστήματος, που εμφανίστηκε στη χώρα μας με τη μορφή της κρίσης δημόσιου χρέους. Η αντίστοιχη κρίση χρέους της ευρωζώνης οφείλεται στην υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με την ευρέως αποδεκτή άποψη, η Ελλάδα ζει χρόνια τώρα πάνω από τις δυνάμεις της, με τη κατανάλωση να υπερβαίνει κατά πολύ τη παραγωγή αγαθών. Με τη διόγκωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα έναντι της πραγματικής εργασίας και των εξ αυτής παραγόμενων αγαθών, μετατράπηκε η ελληνική κοινωνία και συνεπώς και η οικονομία από παραγωγική σε μεταπρατική η οποία κυριαρχείται από ανισορροπία στη σχέση της πρωτογενούς παραγωγής έναντι του τομέα παροχής υπηρεσιών (τουρισμός, υπάλληλοι γραφείων, τραπεζικές και ασφαλιστικές εργασίες, κλπ.).
Οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να πείσουν ότι ο μόνος δρόμος που υπάρχει είναι η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί από τις τελευταίες μνημονιακές κυβερνήσεις με τις υπογραφές αλλεπάλληλων δανειακών συμβάσεων και των συνημμένων παραρτημάτων τους (μνημόνια) και φυσικά το να εξακολουθεί η χώρα να γυρίζει στο γύρο του θανάτου που είναι «δάνεια-χρέος-μνημόνιο».
• λογιστικός έλεγχος του χρέους,
• διαγραφή του παράνομου και επαχθούς μέρους του και
• νέα οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στη κυρίαρχη βούληση του έθνους για πρωτογενή παραγωγή.
Ένας δρόμος δύσβατος αλλά όπως όλα δείχνουν θα είναι μονόδρομος εφόσον επιθυμούμε πραγματικά κυρίαρχη και ανεξάρτητη οικονομική πολιτική στο πλαίσιο μιας υπερήφανης και αδέσμευτης πατρίδας.
Ένας δρόμος που θα αφήσει πίσω τον εφιάλτη των μνημονίων της λιτότητας, της ανεργίας, της εργασιακής βαρβαρότητας. Τα βασικά σημεία αυτού του δρόμου είναι η αθέτηση των χαρακτηρισμένων ως παράνομων δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, η εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών και η πλήρης εκμετάλλευση του ελληνικού εργατικού δυναμικού.
Θα πρέπει αποφασιστικά και γρήγορα να προετοιμασθεί και υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα αξιοποίησης των συνολικών παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ριζοσπαστικών μέτρων, ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, στην δημόσια κοινωνική ιδιοκτησία, και θα έχει στήριγμα τον κόσμο της παραγωγής, ως αποφασιστικό παράγοντα της υλοποίησής του.
Μπορεί η Ελλάδα;
Εδώ βέβαια θα τεθούν τα γνωστά ερωτήματα: επιτρέπει κάτι τέτοιο το σημερινό παραγωγικό δυναμικό της χώρας; Έχει η ελληνική οικονομία τη δυνατότητα να μπει σε έναν άλλο δρόμο ή πρόκειται για μια οικονομία κατεστραμμένης χώρας; Μπορούν να αντιμετωπισθούν οι βασικές άμεσες ανάγκες της χώρας (διατροφή, ιατρική και φαρμακευτική κάλυψη, εθνική ασφάλεια);
Η πραγματικότητα λέει ότι η Ελλάδα συνδυάζει ένα σύνολο θετικών αντικειμενικών δεδομένων. Έχει ορυκτό και ενεργειακό πλούτο, έχει πολύ καλές κλιματο-λογικές συνθήκες, σημαντική βιομηχανική παράδοση, υψηλό μορφωτικό επίπεδο στην εργατική τάξη, εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό, πλεονεκτική γεωγραφική θέση, μεγάλη γεωπολιτική σπουδαιότητα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ανακήρυξης ΑΟΖ που πολλαπλασιάζει την έκταση της χώρας.
Αναγκαίος εδώ είναι ο προβληματισμός ως προς τη πραγματική κατάσταση του πρωτογενούς τομέα, τους λόγους που τον οδήγησαν στη κατάσταση αυτή και ποιος μπορεί να είναι ο δρόμος επαναφοράς του παραγωγικού τοπίου σε συνθήκες ανάπτυξης και εξυπηρέτησης των εθνικών αναγκών.
O πρωτογενής τομέας σε αριθμούς
Το ΑΕΠ του πρωτογενούς τομέα κινείται σήμερα στα επίπεδα του 3%, όταν το 1981 κυμαίνονταν στο 19%. Η απασχόληση είναι κάτω του 9%, όταν το 1981 άγγιζε το 29%! Το έλλειμμα των προϊόντων στα 2,5 δισ. ανά έτος. Κυρίως στα προϊόντα της ζωικής παραγωγής. Την τελευταία δεκαετία εγκαταλείφτηκε το 20% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, ενώ μειώθηκε κατά 10% το ήδη συρρικνωμένο ζωικό κεφάλαιο. Οι βασικοί λόγοι, που οδήγησαν στην απομείωση της συνεισφοράς του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ της χώρας, είναι πολλοί:
-Πρώτα η παθητική προσαρμογή στις κατευθύνσεις της ΕΕ και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) καθώς και οι επιπτώσεις των συμφωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (ΤΤΙΠ) υπέρ των κυρίαρχων βιομηχανικών χωρών και σε βάρος των αδύνατων περιφερειακών.
-Η αύξηση του κόστους παραγωγής, εξαιτίας των πολιτικών των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης και του μειωμένου ελέγχου των μηχανισμών κοστολόγησης.
-Ο εκφυλισμός του ρόλου της Αγροτικής Τράπεζας, που κατάντησε να λειτουργεί και ως χρηματοδότης, με δανεικά και αγύριστα, των μεγάλων κομμάτων και των μεγάλων προστατευόμενων τους.
-Πρόσφατα, το εμπάργκο στη Ρωσία αποτελεί παράδειγμα της υποτέλειας της ελληνικής κυβέρνησης που επιβεβαίωσε τη σχέση εξάρτησης της χώρας και τη θέση της ως προτεκτοράτο της νέας οικονομικής τάξης.
-Η λαφυραγώγηση των οικονομικών πόρων των συνεταιρισμών μέσω της κακοδιαχείρισης των εγκάθετων κομματικών στελεχών και μεγαλοσυνδικαλιστών.
-Η απαράδεκτη χρησιμοποίηση των επιδοτήσεων ως μέσου πολιτικής ποδηγέτησης μαζί με τη συνολική κακοδιαχείριση των αρμόδιων φορέων.
-Η έντεχνη και επί μακρόν καλλιεργηθείσα από τους πολιτικούς της μεταπολίτευσης αντίληψη, περί κατώτερης και υποτιμητικής αγροτικής και κτηνοτροφικής εργασίας, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση της ελληνικής νεολαίας από την γη και τις κτηνοτροφικές ασχολίες.
-Οι πολιτικές των κυβερνήσεων που άφησαν ανεξέλεγκτο το ξένο αλλά και το ελληνικό κεφάλαιο να εξαφανίσει σταδιακά την ελληνική βιομηχανία στο όνομα του κέρδους και σε βάρος του εργατικού δυναμικού της χώρας. Έτσι καταστράφηκαν ή ξεπουλήθηκαν οι μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες τη δεκαετία του ’80 αλλά και αργότερα.
-Τέλος, η ανυπαρξία πραγματικά εθνικού σχεδιασμού. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, ο άλλος δρόμος της επαναφοράς της χώρας σε συνθήκες οξυγόνου, σημαίνει ανατροπή όλων αυτών των δεδομένων. Ασφαλώς αυτός περνάει μέσα από το ξανάνιωμα της υπαίθρου με νέους αγρότες, πράγμα δυσεύρετο στις μέρες μας. Περνάει μέσα από τις νέες τεχνολογίες, την ποιότητα των προϊόντων και τις νέες αγορές. Ασφαλώς προϋποθέτει σημαντικά εργαλεία για να στηθεί, δηλαδή έναν πραγματικά δημόσιο τομέα, μια τουλάχιστον πραγματικά εθνικοποιημένη τράπεζα, ένα άλλο συνεταιριστικό κορπορατιβιστικό πνεύμα, το οποίο θα καλύπτει κάθετα και οριζόντια την παραγωγή, την μεταποίηση, την εμπορία.
Όλα αυτά, είναι δεδομένο πως θα συναντήσουν την λυσσαλέα αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, που δρα αταλάντευτα υπό τις εντολές των ξένων εξουσιαστών της διεθνούς τοκογλυφικής ελίτ. Η κρίσιμη αυτή μάχη πρέπει να κερδηθεί. Οι εθνικολαϊκές δυνάμεις βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση και για πρώτη φορά με τόσο εμφαντικό και δυναμικό τρόπο μπορούν με τη πολιτική τους εκπροσώπηση στη Χρυσή Αυγή, να αποδείξουν πως έχουν την θέληση και την ικανότητα να οδηγήσουν την χώρα στην ιστορική πρόκληση της ρήξης για ένα καλύτερο εθνικό αύριο!