Τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης της προηγούμενης Κυριακής στην Τουρκία παράγουν ένα αποτέλεσμα το οποίο αλλάζει τον πολιτικό χάρτη αυτής της χώρας. Το κυβερνών κόμμα AKP (Adalet ve Kalkınma Partisi) των Ερντογάν-Νταβούτογλου δεν κατάφερε να αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο τουρκικό κοινοβούλιο, ήτοι 276 έδρες από το σύνολο των 550.
Από το 2002 το AKP κέρδιζε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις με ενισχυμένη πλειοψηφία. Ο Ερντογάν διετέλεσε πρωθυπουργός τρεις φορές και τον τελευταίο χρόνο είχε εκλεγεί στο ανώτατο αξίωμα της Τουρκίας. Από αυτή την θέση προγραμμάτιζε να αυξήσει και να επεκτείνει τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, εφόσον το κόμμα του κέρδιζε με απόλυτη πλειοψηφία τις εκλογές της 7ης Ιουνίου.
Όμως εμπόδιο και φραγή στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα ήθελε να προωθήσει ο Ερντογάν, ώστε να γίνει ο απόλυτος άρχων της Τουρκίας, του στάθηκε το κουρδικό κόμμα HDP (Halkların Demokratik Partisi) που κατάφερε να υπερκεράσει το όριο του 10% που θέτει ο εκλογικός νόμος για να αντιπροσωπευθεί ένα κόμμα στην τουρκική Εθνοσυνέλευση. Το κουρδικό κόμμα συγκέντρωσε το 13% περίπου των ψήφων και στη νέα τουρκική Βουλή θα έχει 80 έδρες.
Για πρώτη φορά κουρδικό κόμμα και γενικά κόμμα μειονότητας καταφέρνει να αντιπροσωπεύεται στην τουρκική Εθνοσυνέλευση. Η επιτυχία του HDP δεν προήλθε μόνο από τον κουρδικό πληθυσμό της νοτιοανατολικής Τουρκίας, αλλά και από άλλες κοινωνικές, εθνικές και θρησκευτικές ομάδες και μειονότητες, των οποίων τα αυτονόητα δικαιώματα μονίμως καταπατώνται από τις κυβερνήσεις της Άγκυρας. Το κουρδικό κόμμα υποστηρίχθηκε από τους Αρμένιους της Τουρκίας (το HDP είναι ο μοναδικός πολιτικός φορέας της Τουρκίας που αναγνωρίζει την γενοκτονία των Αρμενίων) και από τις θρησκευτικές μουσουλμανικές μειονότητες των Αλεβιτών, Αραμαίων και Γεζίντι.
Σημαντικό ρόλο στον θρίαμβο του HDP έπαιξε και η στάση του Ερντογάν και των μυστικών του υπηρεσιών στην μάχη της παραμεθόριας κουρδικής πόλης Κομπάνι στην Συρία, όταν ισλαμοσυμμορίτες-τζιχαντιστές είχαν περικυκλώσει επί μήνες την πόλη και η Άγκυρα ηρνείτο να επιτρέψει τον εφοδιασμό της από την μόνη ελεύθερη πρόσβαση που ήταν τα σύνορα με την Τουρκία. Μετά από αυτή την στάση της Άγκυρας πολλοί συντηρητικοί μουσουλμάνοι Κούρδοι που ψήφιζαν το κυβερνών κόμμα AKP κατανόησαν ότι οι εξαγγελίες του Ερντογάν περί ειρηνικής συνύπαρξης με τον κουρδικό λαό δεν ήταν παρά πομφόλυγες και ότι ο Ερντογάν τους θεωρούσε και τους θεωρεί ως το χειρότερο εχθρό του λαού του, κατά δήλωση του «χειρότερος εχθρός και από τους τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους».
Η Τουρκία μετά τις εκλογές εισέρχεται σε μια περίοδο αβεβαιότητας και το κόμμα του Νταβούτογλου για να μπορέσει να κυβερνήσει πρέπει να επιλέξει μεταξύ του ανοίγματος προς τους Κούρδους, που θα οδηγήσει την Τουρκία ουσιαστικά σε ένα δι-εθνικό κράτος, ή την συνεργασία με το κόμμα των «Γκρίζων Λύκων» MHP (Milliyetçi Hareket Partisi). Η πιθανότερη εκδοχή είναι βέβαια η σύμπραξη με το MHP, αφού το πολιτικό χάσμα με τους Κεμαλιστές του CHP (Cumhuriyet Halk Partisi) είναι αγεφύρωτο, αλλά δεν αποκλείεται και η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες.
Ο εκλογικός θρίαμβος των Κούρδων τους παρέχει την δυνατότητα να απαιτήσουν από θέση ισχύος περισσότερα δικαιώματα για τις μειονότητες, αλλά ταυτόχρονα και την απελευθέρωση του ηγέτη του PKK Οτσαλάν, αυτόν που παρέδωσε η κυβέρνηση Σημίτη στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. Η νέα πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής της Άγκυρας, αλλά και σε επίπεδο περιφερειακής στρατηγικής, αλλάζει τους όρους του πολιτικού παιγνίου όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και στην Συρία, στο Ιράκ ακόμη και στο Ιράν.