Αν και ο Ελληνικός Λαός αποφάσισε στις 25 Ιανουαρίου να ακυρώσει την τρόικα και τα μνημόνια, εν τούτοις, τέσσερις μήνες μετά τα πράγματα δείχνουν να έχουν φτάσει στο ίδιο σημείο.
Η τρόικα παραμένει, έστω και αν για προπαγανδιστικούς λόγους μετονομάσθη σε «θεσμούς», ενώ τα μνημόνια μπορεί να «σκίστηκαν» και να «σβήστηκαν» μ΄ «ένα νόμο», φάνηκε όμως ότι αυτό αφορούσε την προεκλογική περίοδο και μόνο. Η όποια προσπάθεια της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φάνηκε ότι ήταν χαμένη «από τα αποδυτήρια», καθώς η διαχείριση αυτής της προσπάθειας ήταν εξαρχής λανθασμένη.
Στριμωγμένη στη γωνία η κυβέρνηση, τόσο από την ανακολουθία της ως προς τις προεκλογικές εξαγγελίες όσο και από τον εσωκομματικό καυγά (κάτι το απολύτως αναμενόμενο σ΄ένα συνονθύλευμα συνιστωσών, τάσεων και καπετανάτων), προσπαθεί να δημιουργήσει ψευδείς εντυπώσεις αντιμνημονιακής αντίστασης επικεντρώνοντας το πολιτικό της οπλοστάσιο στην «τεράστια νίκη» να αποφευχθεί ο διορισμός της Παναρίτη στο ΔΝΤ. Αν, όμως, η Παναρίτη είναι χρεωμένη πολιτικά στον Γιωργάκη Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ, την μνημονιακή πολιτική και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ΔΝΤ, τότε, αφού αναρωτηθεί κανείς για ποιον λόγο είχε επιλεχθεί μέχρι πρότινος από τον ΣΥΡΙΖΑ, ας αναλογιστούμε ταυτόχρονα και τον πολιτικό – επαγγελματικό πρότερο βίο του Κουρουμπλή, της Τζάκρη, του Κοτζιά, του Μάρδα, του Βαρουφάκη, του Μητρόπουλου, της Κατσέλη, αλλά και αρκετών ακόμη βουλευτών και στελεχών του νυν κρατικού μηχανισμού, τα οποία είτε ψήφισαν τα μνημόνια είτε επί δεκαετίες υπηρετούσαν πιστά και με φανατική προσήλωση το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και την θέληση του διεθνούς οικονομικού συστήματος.
Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση προσπαθεί να θολώσει τα νερά για εσωτερική κατανάλωση, στην πραγματικότητα κάνει ό,τι μπορεί για να παρουσιάσει, έστω και εμμέσως, την επικείμενη συμφωνία, προς όφελος των διεθνών τοκογλύφων, ως αναγκαιότητα και μονόδρομο κάτω από την λάθος κατεύθυνσης ταμπέλα του «έντιμου συμβιβασμού».