Η διεθνής νομολογία συντείνει στην επικύρωση της ελληνικής απόψεως, αφού «σύμφωνα με το Άρθρο 121, παράγραφος 2, της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, που αντανακλά εθιμικό διεθνές δίκαιο, νησιά, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, απολαμβάνουν το ίδιο καθεστώς, και, κατά συνέπεια, παράγουν τα ίδια θαλάσσια δικαιώματα όπως τα άλλα εδάφη της ξηράς».[1]Συνεπώς το Καστελόριζο και τα πλησίον σε αυτό νησιά απολαμβάνουν την ύπαρξη όλων των ζωνών που μπορεί να παραχθούν, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Ύστερα από αυτή τη σαφέστατη απόφαση απομένει να ερευνηθεί η έκταση του δικαιώματος και η επήρεια που αυτά θα έχουν στην συνολική οριοθέτηση των ΑΟΖ Ελλάδος – Τουρκίας. Η υπόθεση είναι ουσιαστικώς πολύ απλή, αφού η τουρκική θέση για να υποστηριχθούν τα συμφέροντά της «γείτονος χώρας» θεωρεί ότι οι Ανατολικές ακτές της Κρήτης και των Δωδεκανήσων δεν δημιουργούν ΑΟΖ, σχήμα οξύμωρο φυσικά, αλλά αναγκαίο για την υπεράσπιση των τουρκικών θέσεων, αφού η ΑΟΖ που παράγουν οι ανατολικές ακτές της Κρήτης και των Δωδεκανήσων[2], αποδεικνύουν ότι το Καστελόριζο και η Στρογγύλη δεν είναι ούτε «απομονωμένα», ούτε στην «λάθος πλευρά των συνόρων», όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι για να δικαιολογήσουν την θέση τους.
Όσον αφορά τις λοιπές χώρες που γειτνιάζουν με την Ελλάδα, οι περιπτώσεις είναι εξαιρετικά απλές και η οριοθέτηση των ΑΟΖ εναπόκειται περισσότερο στην σταθερότητά τους, παρά στην όποια ενεργή, σχετική διαπραγμάτευση. Τόσο η Λιβύη, όσο και η Αίγυπτος είναι σχετικά απλές περιπτώσεις, επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου, στην οριοθέτηση των κείμενων ΑΟΖ, όμως η έλλειψη σταθερού καθεστώτος σε αμφότερες καθιστά το εγχείρημα ένα σχέδιο, το οποίο μάλλον θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί παρομοίως με την περίπτωση της Τουρκίας, δηλαδή με μονομερή ανακήρυξη και αποδοχή μέσω της μη εναντίωσης ή της αποδεδειγμένα αδύνατης διαπραγμάτευσης, μέθοδος που θα συζητήσουμε αμέσως μετά. Όμως ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αιγύπτου, παρά την ευκολία της υποθέσεως, η σθεναρή αντίδραση της Τουρκίας θα συνεχίζει να δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα στην διαπραγμάτευση, έως ότου λυθούν οι διμερείς ελληνοτουρκικές διαφορές. Όσον αφορά την Αλβανία υπήρξε καταρχήν συμφωνία «πολλαπλών χρήσεων»[3] τον Απρίλιο του 2009, στην οποία δεν γινόταν συγκεκριμένη αναφορά σε ΑΟΖ. Σε κάθε περίπτωση η συμφωνία ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας και τίποτε νεότερο δεν έχει επισυμβεί έκτοτε.
Σύμφωνα με την διεθνή νομολογία περί της Συμβάσεως καθιερώνεται η μέθοδος της «μέσης γραμμής» για την ΑΟΖ σε περίπτωση «ελλείψεως συμφωνίας», όπου η συγκεκριμένη ερμηνεία «επιτρέπει μία μονομερή χάραξη της οριοθετικής γραμμής είτε της ΑΟΖ, είτε της υφαλοκρηπίδας μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που παρουσιάζεται αντικειμενική αδυναμία συνομολόγησης συμφωνίας με αντικείμενο ή γειτονικό κράτος»[4], όπου ως αντικειμενική αδυναμία ορίζεται η «άρνηση του άλλου κράτους να διαπραγματευθεί μία συμφωνία, αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις, κωλυσιεργία στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων, κ.ο.κ.»[5]. Επιπλέον των παραπάνω μία συμφωνία εννοείται ότι επετεύχθη όταν δεν υπάρχει εναντίωση από το αντικείμενο ή γειτονικό κράτος. Η Τουρκία παρότι έχει προβεί σε οριοθέτηση της ΑΟΖ της με τα κράτη που περικλείουν τον Βόσπορο, αρνείται να προχωρήσει σε ανάλογες διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι δεν αναγνωρίζει την Σύμβαση. Το γεγονός ότι υφίσταται απειλή πολέμου (casus belli) και συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδος, προκειμένου να δηλώσει η Τουρκία την εναντίωση της στην Σύμβαση, χωρίς παραλλήλως να την αναγνωρίσει, οφείλει να αποτελέσει εργαλείο προς την κεραυνοβόλα μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ από πλευράς της Ελλάδος.
Προαπαιτούμενο για τα παραπάνω οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, που να μπορούν να βεβαιώσουν ότι η Τουρκία δεν θα προβεί σε άτυπη εναντίωσή της στην Σύμβαση, αλλά θα την οδηγήσει σε επίσημους δρόμους. Κοινώς, οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις θα αναγκάσουν την Τουρκία να μην προβεί σε παραβίαση της ανακηρυχθείσας ΑΟΖ με το Barbaros, όπως έκανε στην περίπτωση της Κύπρου. Επιπροσθέτως μία και ο λόγος περί της ΑΟΖ και συνεπώς της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και αγωγών μεταφοράς και με δεδομένο ότι η Ελλάς την στιγμή που γράφονται τούτες εδώ οι γραμμές δεν διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία έρευνας και εξόρυξής τους, ένα σημαντικό αντισταθμιστικό όφελος από την χώρα της οποίας συμφερόντων θα είναι η εταιρεία που θα αναλάβει την εργασία θα είναι η στρατηγική συμμαχία και η προστασία των ελληνικών οικοπέδων. Η επιλογή της εν λόγω εταιρείας, πέραν του μονεταριστικού οφέλους, ήτοι του ποσοστού των κερδών που θα αποκομίζει το Ελληνικό Δημόσιο, θα πρέπει να γίνει επίσης σύμφωνα με τις γεωπολιτικές αρχές που προαναφέραμε. Έτσι ο μόνος δρόμος που θα απομείνει για την Τουρκία θα είναι η επίσημη εναντίωση στην Σύμβαση, γεγονός που θα συνιστά μία de facto αναγνώρισή της. Στη συνέχεια ακόμα και αν η Τουρκία δεν θελήσει να διαπραγματευτεί την οριοθέτηση της ΑΟΖ θα υπάρχει πληθώρα στοιχείων για να πειστεί το Διεθνές Δικαστήριο ότι υπάρχει «αντικειμενική αδυναμία συνομολόγησης συμφωνίας». Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η Τουρκία επιμένει σε ανεπίσημους δρόμους, γιατί γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου επί του ζητήματος της οριοθέτησης ΑΟΖ θα είναι θετική για την Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τη Δικαιοσύνη μονόδρομο για την Ελλάδα.
[1] Maritime Delimitation and Territorial Questions between Qatar and Bahrain, Merits, I.C.J. Reports 2001, σελ. 97, παρ. 185
[2] Χρήστος Λ. Ροζάκης – Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο – Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2013, σελ. 43
[3] Στρατή Α.Γ. – Ελληνικές Θαλάσσιες Ζώνες και Οριοθέτηση με γειτονικά κράτη – Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 128
[4] Χρήστος Λ. Ροζάκης – Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο – Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2013, σελ. 39