English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τρίτη 12 Μαΐου 2015



Η αυγή του πρώτου Μεσαίωνα

Ο χριστιανικός κόσμος που αναδύθηκε μέσα από τα ερείπια της παλαιάς Ρώμης, είχε να δώσει έναν λυσσαλέο αγώνα εναντίον του κλασικού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού , με διακύβευμα την ολοκληρωτική του επικράτηση ή την ολοκληρωτική του εξαφάνιση.
Οι ελληνορωμαϊκοί κώδικες αξιών  έπρεπε να εξοβελιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας και στη θέση τους  να στηθεί  μια νέα πνευματική και πολιτική δεσποτεία ασιατικού τύπου, όπου ο άνθρωπος δεν θα ήταν το μέτρον των πάντων αλλά αντιθέτως ένα φτηνό και αναλώσιμο υποζύγιο, που θα αβγάταινε τα κέρδη, την ισχύ και τη δόξα των πνευματικών και κοσμικών του τύραννων.

Στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου, η ηγεσία του χριστιανισμού ενώθηκε με τους τοπικούς φεουδάρχες, ώστε να δημιουργήσουν από κοινού μια υποταγμένη γενιά δουλοπάροικων, που θα αντιλαμβάνονταν την παρούσα ζωή ως τόπον μαρτυρίου και θα στήριζαν τις μοναδικές τους ελπίδες για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και γνώση, σε μιαν άλλη ζωή, κάπου  στη μελλοντική βασιλεία των ουρανών.
Όπως συνέβη έστω και με καθυστέρηση[1] στο «δικό μας» Βυζάντιο, όπου  ο ορθόδοξος χριστιανισμός αποτέλεσε την πνευματική ασπίδα του φεουδαρχισμού, για να μετατρέψει γενιές και γενιές ανθρώπων σε μάζες ειλώτων, απόλυτα εξαρτώμενες από τις διαθέσεις του επικυρίαρχου, του χωροδεσπότη, του αρχιεπίσκοπου και των κρατικών αξιωματούχων.

Ο κλασικός ελληνορωμαϊκός πολιτισμός στηρίζονταν στον Νόμο, η ισχύς του οποίου πήγαζε από την θεσμίζουσα εξουσία του Δήμου ή των αρίστων και νομοθετούσε στο όνομα των ανθρώπων.
Ακόμα και στα πιο στυγνά ολιγαρχικά καθεστώτα της αρχαιότητας, όπως στη Σπάρτη ή στη Ρώμη της Συγκλήτου των πατρικίων, η «Θεία Βούληση»  δεν είχε τίποτα να κάμει με τους ανθρώπινους νόμους.
 Η επικύρωση των θεσμών, γραπτών ή άγραφων, ανάγονταν είτε στη βούληση των «αρίστων», είτε στη βούληση του Δήμου.

Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος ήταν κατεξοχήν Ανθρωποκεντρικός, σε βαθμό μάλιστα που αυτή η διαφοροποίηση του από τις ελέω Θεού ασιατικές δεσποτείες, προσδιόριζε τις έννοιες του πολιτισμού ή της βαρβαρότητας. Ρωμαίοι και Έλληνες αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως «μη βαρβαρο» κυρίως από το γεγονός ότι στον δικό τους κόσμο η ανθρώπινη υπόσταση έρχονταν πρώτη-πρώτη στην ιεράρχηση των κοσμικών εννοιών και η ανταπόδοση του Δικαίου ή η πολυπόθητη εύρεση της α- λήθειας, ήταν ζήτημα που αφορούσε την επί της γης ζωή και όχι κάποια αόριστη νήσο των μακάρων ή τη μεταφυσική βούληση ενός εγκόσμιου ή υπερκόσμιου ηγεμόνα.

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που διαδέχθηκαν την αριστοκρατική Ρώμη, διατήρησαν τον ανθρώπινο άξονα στην επικύρωση της εξουσίας του, παρά το ότι περιεβλήθησαν το φωτοστέφανο της  ιερατικής αυθεντίας, αποδεχόμενοι τον τίτλο του pontifex maximus. Ωστόσο και πριν από τον Κωνσταντίνο, ελάχιστοι αυτοκράτορες αμφισβήτησαν την τυπική έστω εξουσία της συγκλήτου, να νομιμοποιεί τις αποφάσεις τους.
Εν ολίγοις ο βασικός άξονας  του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού ήταν ο Άνθρωπος και η οποιαδήποτε πολιτική, κοινωνική ή γνωστική μεταβολή κρίνονταν στο βαθμό που υπηρετούσε τον Άνθρωπο  – ακόμα και αν η εγγενής βία της εξουσίας, κατέληγε σε ανηλεείς διωγμούς, πολλάκις σε επίπεδο γενοκτονίας όπως η ισοπέδωση της Αττικής από τους Σπαρτιάτες, η λεηλασία της Καρχηδόνας από τον Σκιπίωνα  ή η ισοπέδωση της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο.

Η βαρβαρική πλημμυρίδα και ο εκφυλισμός της παραδοσιακής Ρωμαϊκής ισχύος, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας Ευρώπης του χάους, όπου η ανθρώπινη ζωή μετρούσε πια ελάχιστα.
Οι ορδές των Ούνων και των Βανδάλων, που διέλυαν τα πολιτικά και κοινωνικά θεμέλια του αρχαίου κόσμου, απέδειχναν με τον πιο ωμό τρόπο ότι η αξιοπρέπεια, η περιουσία, η ελευθερία ακόμα και η επιβίωση, ήσαν αδύναμες  ανθρώπινες κατασκευές, που η επικύρωση τους ανάγονταν τελικώς στην ισχύ των ρωμαϊκών όπλων.
Οι βάρβαροι δεν κατέστρεψαν απλώς τη Ρώμη αλλά κατέστρεψαν τον ίδιο τον πυρήνα του αρχαίου κόσμου, στον οποίο η επίγεια ζωή ήταν το μόνο πεδίο σύγκρουσης του Καλού και του Κακού.
Ο πρώτος Μεσαίωνας ξεκίνησε ήδη, όταν οι άνθρωποι έχασαν την πίστη τους στον Ανθρωπο.


Η αυγή του δεύτερου Μεσαίωνα    

Η επίθεση του χριστιανισμού κατά του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού δεν περιορίστηκε μόνον στους ανηλεείς διωγμούς των λεγόμενων εθνικών αλλά επεκτάθηκε ενάντια σε κάθε είδους πνευματική κίνηση, που αντιμάχονταν την ελέω Θεού κυριαρχία των καισάρων και των αρχιερέων τους.
Τα διατάγματα του Θεοδοσίου του 1ου [2] δεν είχαν στόχο μοναχά τους ναούς του δωδεκάθεου αλλά επέτρεπαν στους χριστιανικούς όχλους να στραφούν με την ίδια μανία και κατά των γνωστικών αιρέσεων[3], οι οποίες προσπαθούσαν να διαμορφώσουν ένα άλλο πρόσωπο του χριστιανισμού, βασισμένο κυρίως σε αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Η ολοκληρωτική επικράτηση της ορθοδοξίας [με την έννοια φυσικά που είχε αυτή πριν από το σχίσμα] πάτησε ταυτόχρονα και στις χιλιάδες των θυμάτων της παλαιάς θρησκείας αλλά και στις εξίσου πολυπληθείς ομάδες των γνωστικών, μερικές εκ των οποίων εξοντώθηκαν ίσαμε και τον τελευταίο τους οπαδό.
Η σύγκρουση ορθοδοξίας-γνωστικισμού διεξήχθη ακριβώς απάνω στη διάσταση του Ανθρώπου ως θεσμίζουσας οντότητας και του ανθρώπου/υποζύγιου, που δέχεται ως αληθές, αυτό που οι γραφές και οι παπάδες ερμηνευτές τους, λέγουν πως είναι αληθές.
Στην ουσία, ο ορθόδοξος χριστιανισμός ταυτίστηκε με τον καισαροπαπισμό, όπου η κοσμική και η πνευματική εξουσία επιχειρούν συνασπισμένες να υποβιβάσουν τον πολίτη σε δουλοπάροικο και την ανθρώπινη εργασία σε δουλικό καταναγκασμό, με απώτερο στόχο κάποια μετά θάνατον δικαίωση, εφόσον βεβαίως ο πιστός εκτελεί κατά γράμμα, εν ζωή, τις προσταγές των αφεντικών του.

Ο φεουδαρχισμός που επικράτησε εν τέλει σε ολόκληρη την Ευρώπη, έστω και αν η περίοδος της εικονομαχίας, καθυστέρησε την έλευση του στην ανατολή, δεν θα μπορούσε να σταθεί αν προηγουμένως ο άνθρωπος δεν είχε νιώσει την ίδια την υπόσταση του να εξεφτελίζεται σε τέτοιο βαθμό.

Η μετατροπή του χριστιανισμού στο απόλυτο όργανο ανθρώπινης υποδούλωσης και η πανευρωπαϊκή επέκταση του πρώτου μεσαίωνα,   βασίστηκαν με τη σειρά τους στην  απόλυτη λήθη του κώδικα αξιών, που είχε στηρίξει τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και προπαντός στο είδος της  γνωστικής  θωράκισης απέναντι στο Μηδέν της ύπαρξης .
Η φιλοσοφία των Ελλήνων αλλά και των ρωμαίων στωϊκών, σε όλη την ιστορική της πορεία, θεωρήθηκαν έργα του σατανά και απαγορεύθηκαν με ποινές που έφταναν σε φρικτά βασανιστήρια και τελική καύση επί της πυράς, για εξαγνισμό των φιλοσοφούντων.
Ο ελληνικός τρόπος σκέψης και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του ελληνορωμαϊκού στοχασμού, από τον Ηράκλειτο ίσαμε τον Σενέκα, εξορίστηκαν στο πυρ το εξώτερον και η λέξη Έλληνας κατέληξε να σημαίνει τον «ειδωλολάτρη»

Δεν ήταν όμως οι Έλληνες ως εθνότητα που έπρεπε να καταδιωχθούν στον έτσι κι αλλιώς πολυεθνοτικό και πολυφυλετικό φεουδαρχικό κόσμο αλλά ο Ελληνισμός ως Ανθρωποκεντρικό σύστημα αυτογνωσίας και αυτονομίας.

Ο πρώτος Μεσσαίωνας δέχτηκε θανάσιμο τραύμα, όταν η δυτικοευρωπαϊκή νόηση ήρθε σε επαφή με την λησμονημένη ελληνική κληρονομιά κατά τη διάρκεια της εποχής των σταυροφοριών. Ο στοχασμός του Αριστοτέλους, του Πλάτωνα ή του Ηράκλειτου ξαναμπήκε στην Ευρωπαϊκή ιστορία, από το παράθυρο των αραβικών μεταφράσεων.
Ο αιώνας της λογικής και το κίνημα του διαφωτισμού, δεν θα μπορούσαν να ανατείλουν, αν πρώτα δεν είχε ανακαλυφθεί εκ νέου, ο ανθρωποκεντρικός κώδικας αξιών του αρχαίου κόσμου.
Ο Ελληνισμός με την έννοια πάντα της Γνωστικής διαδικασίας, θα έμπαινε για άλλη μια φορά μπροστά, στην παλαιά διαμάχη του πολιτισμού έναντι της βαρβαρότητας.

Τέσσερις αιώνες μετά τον Λάϊμπνιτς και τον Ντεκάρτ, η ανθρωπότητα βρίσκεται πάλι στις απαρχές ενός νέου Μεσαίωνα.
Ο υποβιβασμός του ανθρώπου σε φτηνή παραγωγική μονάδα και ο κατακερματισμός κάθε είδους κώδικα αξιών, στα πλαίσια μιας εκχυδαϊσμένης μεταμοντέρνας αντίληψης, όπου τα πάντα αποτιμούνται μέσω οικονομικών όρων, προδιαγράφει ένα δεύτερο Μεσαίωνα.
Στον δεύτερο αυτό Μεσαίωνα, δεν θα είναι βέβαια οι αρχιερείς του χριστιανισμού ή οι ηγέτες μιας οποιασδήποτε μεταφυσικής πίστης, που θα αναλάβουν τη διακήρυξη της νέας δουλοκτησίας των μαζών αλλά οι γραβατωμένοι εκπρόσωποι απρόσωπων μηχανισμών, οι υψηλόμισθοι επιστάτες τραπεζών, χρηματοοικονομικών κολοσσών και άλλων συμμοριών, της αφανούς παγκοσμιοποιημένης εξουσίας.

Στην αρχαία διαμάχη του ανθρώπου κατά της υποδούλωσης του, που μόλις τώρα αρχίζει και θα διεξαχθεί χωρίς κανόνες, μέχρι την οριστική πτώση του Ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, όπως τον γνωρίσαμε μετά την κατάρρευση των αυτοκρατοριών και της φεουδαρχίας , κυρίαρχο ρόλο θα παίξει για άλλη μία φορά, η λησμοσύνη του Ελληνισμού, ως γνωστικό σύστημα κατανόησης του κόσμου και του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.
Όπως συνέβη και στον πρώτο Μεσσαίωνα, οι ελληνικές αξίες, δηλαδή ο άνθρωπος ως μέτρον των πάντων και  η μέσω του Λόγου διερεύνηση του Κόσμου, εσωτερικού ή εξωτερικού,  πρέπει να εξοριστούν από το προσκήνιο της ιστορίας.
Δεν είναι διόλου τυχαίο που η Ελλάδα επιλέχθηκε ως πεδίο διεξαγωγής ενός πρωτοφανούς πειράματος πνευματικής γενοκτονίας, σε μαζική κλίμακα.
Και δεν είναι αυτοί οι λιγοστοί  Έλληνες που ενδιαφέρουν τους μηχανικούς των ψυχών της παγκοσμιοποιημένης  νεοδουλοπαροικίας. Έτσι κι αλλιώς και με τα δεδομένα της δημογραφικής εξέλιξης, αυτός ο θνήσκων λαός πρόκειται από μόνος του να εξαφανιστεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Ήδη, προβλέπεται  βάσει μαθηματικών μοντέλων, ότι το 2050 θα υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο μόλις 2.500.000 Έλληνες, έναντι 10.000.000 λαθροαλλοδαπών, στην συντριπτική τους πλειοψηφία μουσουλμάνων.
Δεν χρειάζεται παρά λίγη υπομονή από τους εντολοδόχους της παγκοσμιοποιημένης λεηλασίας, για να εξαφανιστούν από την ιστορία οι ελληνόφωνες μάζες, που παθητικοποθημένες εως σημείου λωβοτομής, ήδη αναμένουν την εθνική τους ευθανασία.
Ο στόχος λοιπόν δεν είναι οι Έλληνες αλλά αυτό που εκπροσωπεί ο Ελληνισμός, στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας.


Το τέλος του Ανθρωποκεντρικού πολιτισμού

Στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία, ο νόμος είχε την επικύρωση της Βουλής και του Δήμου.
Ο Δήμος δεν ταυτίζονταν όμως με τον λαό της Αττικής, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι, που δεν διέθεταν δικαίωμα ψήφου.
Όσο και αν μας φαίνεται σήμερα «αντιδημοκρατικό» να αποκλείονται οι πολυπληθέστερες ομάδες πληθυσμού, από το δικαίωμα να αποφασίζουν για τους νόμους της πολιτείας των, ωστόσο αυτός ο περιορισμός της θεσμίζουσας κοινωνικής ομάδας, πρόσφερε στην Αθηναϊκή δημοκρατία το καίριο πλεονέκτημα του συνεκτικού και σχετικά ομοιογενούς χαρακτήρα του σώματος των πολιτών.

Οι Αθηναίοι πολίτες προστατεύονταν από την ολοκληρωτική μετατροπή τους σε εύκολα χειραγωγίσιμο όχλο και τον συνακόλουθο θάνατο της ουσίας της δημοκρατίας, με το να αποκλείουν τη λαθροεισβολή εντός του θεσμίζοντος Δήμου, όλων όσων δεν είχαν δεχθεί την Αθηναϊκή παιδεία και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους.
Η συνεκτικότητα του σώματος των Αθηναίων πολιτών συντηρούνταν και ενισχύονταν με την συμμετοχή όλων των κοινωνικών στρωμάτων των πολιτών στις διδασκαλίες των θεατρικών έργων[4], όπου η ύπαρξη του χορού, έπαιζε τον ρόλο του ενδιάμεσου μεταξύ του κοινού και των πρωταγωνιστών, ενσωματώνοντας έτσι στη  δομή της τραγικής παράστασης τη δυναμική σχέση χορού/υποκριτών, κατ΄απόλυτη αναλογία της δυναμικής σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινότητας, στην κοινή ιστορική τους πορεία.

Οι Έλληνες φαίνεται ότι κατανοούσαν τη λεπτή διαφορά μεταξύ ενός όχλου, που πείθεται ότι έχει δικαιώματα επειδή του εξασφαλίζονται άρτος και θεάματα και μιας κοινωνίας πολιτών, που διεκδικεί και ως ένα βαθμό πετυχαίνει, τη θέσμιση των κανόνων που ρυθμίζουν τη ζωή της.
Για να υπάρξει όμως μια πραγματικά θεσμίζουσα κοινωνία, είναι αναγκαίο να υφίσταται μια σχετικά διακριτή και αναγνωρίσιμη συλλογική συνείδηση, που θα απεικονίζεται στις ατομικές συνειδήσεις ως συλλογική ταυτότητα.
Αλλιώς, η κοινωνία των πολιτών μπορεί να μεταλλαχτεί σε μια κοινωνία μαζών, όπου τα πάντα θα εξισώνονται, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και εύπλαστο μάγμα.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης ορθά διέκρινε τον θάνατο της αστικής δημοκρατίας και την ανάδυση μιας νέας τάξης πραγμάτων, που την αποκάλεσε «μαζική δημοκρατία».
Ο μεταμοντέρνος χαρακτήρας της μαζικής δημοκρατίας διαλύει οτιδήποτε μπορεί να σταθεί μέσα σε έναν κώδικα αξιών, αφήνοντας τον άνθρωπο γυμνό μπροστά στον αρχαίο τρόμο του Μηδενός και μετατρέποντας τον συνεπώς, σε εύκολα χειραγωγίσιμο θύμα.
Είναι ο ίδιος μηχανισμός που εξισώνει τον Μότσαρτ με τη γιουροβίζιον, τον μόδιστρο με τον ζωγράφο, τον διαφημιστή με τον στοχαστή ή τον πωλητή αυτοκινήτων με τον εκδότη.
Εργα της τέχνης, έργα του στοχασμού, έργα των χειρών των ανθρώπων, ισοπεδώνονται και λεηλατούνται σε μια άνευ προηγουμένου καταιγίδα πληροφοριών, όπου η μία εικόνα διαδέχεται και σβήνει την άλλη.
Όταν δεν υπάρχει καμία ιεράρχηση αξιών, απλώς δεν υπάρχουν αξίες.

Φοβάμαι ότι, αν θέλουμε να έχουμε μια εικόνα του μέλλοντος της ανθρωπότητας, θα πρέπει να φανταστούμε ένα αδιαφανές πέπλο που θα σκεπάζει τα πάντα.
Τα πρόσωπα μας, τις πράξεις μας, τη συλλογική ή την ατομική μας ταυτότητα.
Θα είμαστε όλοι ίδιοι, ομοιόμορφοι, ούτε μαύροι, ούτε άσπροι, ούτε Αλβανοί ούτε Εγγλέζοι, ούτε καλοί, ούτε κακοί.
Εύπλαστοι, άκακοι και ανώδυνοι, όσο οι μάζες των πλαστικών από τις οποίες παράγονται κατά δισεκατομμύρια τα είδη οικιακής χρήσεως...

Τα έθνη/κράτη που αναδύθηκαν μετά την κατάρρευση της φεουδαρχίας και των αυτοκρατοριών, προσπάθησαν να ενισχύσουν την ομοιογένεια και τη συνεκτικότητα των εθνικών τους πληθυσμών, μέσα στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής [βασιλευόμενης ή προεδρευόμενης]  δημοκρατίας, έτσι ώστε να επιτύχουν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ότι  οι δημοκρατίες των αρχαίων πόλεων, το ιδεατό όριο μιας θεσμίζουσας κοινωνίας.
Κι είναι γεγονός ότι ως ένα βαθμό και πριν αρχίσουν να κατρακυλάνε στις σύγχρονες απρόσωπες κοινωνίες των μαζών, τα έθνη/κράτη κατόρθωσαν να προσφέρουν στον άνθρωπο το ιστορικό μέγιστο ίσως, του δικαίου, της ασφάλειας, της ευημερίας και της ευνομίας.
Η ένσταση ότι ο εθνικισμός είναι υπεύθυνος για τις σφαγές των δύο παγκόσμιων πολέμων, δεν μπορεί να έχει ισχύ, από τη στιγμή όπου ουσιαστικά οι παγκόσμιοι πόλεμοι ήσαν κυρίως συγκρούσεις των υπολοίπων των αυτοκρατοριών ή του ολοκληρωτικού μεγαλοϊδεατισμού, μαύρου, κίτρινου ή κόκκινου, που οραματίζονταν την ίδρυση καινούριων αυτοκρατοριών.
Η Ιαπωνία για παράδειγμα δεν επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ επειδή κινδύνευε η εθνική της υπόσταση και το μητροπολιτικό της έδαφος, αλλά επειδή ο αυτοκράτορας και οι σαμουράϊ του, βρισκόντουσαν ακόμα στην περίοδο των σογκούν, όπου ο ιδεατός στόχος της αυτοκρατορίας ήταν να εξουσιάζει όσο το δυνατόν περισσότερους λαούς, αντί να προσπαθεί να ομογενοποιήσει τον δικό της.
Σε αντίθεση με τον μεγαλοϊδεατισμό του Χίτλερ ή του Μουσσολίνι, άλλοι εθνικιστές ηγέτες όπως ο Κεμάλ, ο Βενιζέλος ή ο Φράνκο, σοφά ποιούντες, περιορίστηκαν να διαμορφώσουν συνεκτικά έθνη/κράτη, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια, βάζοντας ένα λογικό όριο στην επέκταση των συνόρων τους.

Ένα από τα πρώτα έθνη/κράτη που δημιουργήθηκαν μετά από επανάσταση εναντίον μιας θνήσκουσας αυτοκρατορίας, ήταν το Ελληνικό.
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη είχε αρχίσει να διακρίνει την εικόνα ενός μέλλοντος, όπου τον κυρίαρχο άξονα της ευημερίας θα τον αποτελούσαν κοινωνίες με εθνική ομοιογένεια, που θα επανέφεραν το αρχαίο ιδανικό του ανθρώπου ως μέτρον των πάντων.
Οι αρχές του διαφωτισμού με τις οποίες μάλιστα είχαν ζυμωθεί οι Έλληνες διανοούμενοι της διασποράς, έκαμαν λόγο για μια αναβίωση των κλασικών ελληνικών αξιών του Λόγου, της ατομικής ελευθερίας και της ατομικής ευθύνης του καθενός, για την επίγεια ζωή του. Στοχαστές όπως ο Κοραής συνέδεαν την εθνική αναγέννηση της Ελλάδας [αλλά και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών] με την επιστροφή στον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό της αρχαιότητας, επιχειρώντας ένα ιστορικό άλμα δέκα περίπου αιώνων, αφού αφήνανε απέξω την περίοδο του βυζαντινού μεσαίωνα.

Η δημιουργία του νέου Ελληνικού έθνους/κράτους συγκίνησε στον καιρό της την ευρωαμερικανική κοινή γνώμη, που είχε ήδη προετοιμαστεί από τους διαφωτιστές  για την αναγκαιότητα του τέλους των δεσποτικών αυτοκρατοριών, όπως η Οθωμανική ή η Αυστροουγγρική.
Το κίνημα του φιλελληνισμού έβλεπε στον αγώνα του μικρού Ελληνικού έθνους μια αναβίωση του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού τον οποίο επιπροσθέτως περιέβαλλε με τον ζωηρόχρωμο μανδύα του ρομαντισμού, δίνοντας στον Σταντάλ, στον Μπάϋρον και στον Ντελακρουά τις πηγές των καλύτερων εμπνεύσεων τους.
Εξίσου επηρεασμένοι από τον διαφωτισμό,  προοδευτικοί μονάρχες της εποχής, όπως ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας , δεν δίστασαν να υποστηρίξουν τους Έλληνες, πιστεύοντας  ότι το μέλλον έτσι κι αλλιώς ανήκε στα έθνη/κράτη και σε ένα νέο ανθρωποκεντρισμό, όπου ο πολίτης θα είχε τη δυνατότητα, να αποφασίζει για τη ζωή του, έστω και μέσα από τη μεγαλοθυμία ενός φωτισμένου ηγεμόνα.
Η συλλογική επιθυμία των ευρωαμερικανών πολιτών να ανεξαρτητοποιηθεί η Ελλάδα, ήταν ένας από τους κύριους  λόγους στους οποίους οφείλεται η τελική επιτυχία της επαναστάσεως του 1821.
Το γεγονός ότι η Ελληνική επανάσταση είχε με το μέρος της την ευρωαμερικανική κοινή γνώμη, οφείλονταν κυρίως στην πνευματική ισχύ του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού της κλασικής αρχαιότητας, έστω και αν αυτή πέρασε στην δυτική συλλογική συνείδηση μέσα από τα φίλτρα των συλλογικών φαντασιώσεων.
Ο Ελληνισμός  ήταν ένα από τα  συλλογικά οράματα της εποχής και οι Έλληνες καρπώθηκαν το φωτοστέφανο του.

Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σ τους αιώνες του διαφωτισμού και του τέλους των αυτοκρατοριών, ο 21ος αιώνας προβάλλει με το εφιαλτικό πρόταγμα της επιβολής ενός δεύτερου Μεσαίωνα.
Τη θέση του Μέτερνιχ, που υπεράσπιζε τα συμφέροντα της θνήσκουσας Αυστροουγγαρίας, την έχει καταλάβει σήμερα ο κ. Σόϊμπλε και οι όμοιοι του, οι οποίοι προετοιμάζουν έναν κόσμο, εντός του οποίου ο άνθρωπος θα αποτιμάται αποκλειστικά ως οικονομική/παραγωγική μονάδα.
Ο δεύτερος Μεσαίωνας της παγκοσμιοποιημένης αυτοκρατορίας των χρηματοπιστωτικών μεγαθήριων, που θα διανέμουν τον παραγόμενο πλούτο σύμφωνα με τη θεωρία του 1/3, διατηρώντας στις τοπικές εξουσίες κάποιες απολύτως διεφθαρμένες ελίτ, έχει βάνει στο στόχαστρο τον Ελληνισμό, ως έλλογη προσπάθεια του ανθρώπου για να κατανοήσει τον κόσμο.
Τα έθνη/κράτη που εξασφάλισαν τον μέγιστο βαθμό ευημερίας και ισονομίας στους πολίτες τους, πρέπει να εξαφανιστούν και στη θέση τους να αναδυθούν πολυπολιτισμικά μορφώματα, όπου θα διαλύεται κάθε προσωπικός ή συλλογικός κώδικας αξιών και η ανθρώπινη εργασία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ανθρώπινη ζωή, θα αξιολογούνται βάσει των τραπεζικών καταθέσεων ενός εκάστου.
Το «έδοξεν τη Βουλή και τω Δήμω», που επικύρωνε τον Νόμο στο όνομα του ανθρώπου, ήδη έχει αντικατασταθεί στην υπό εκκαθάρισιν Ελλάδα, από πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, που παρακάμπτουν τη βουλή και επικυρώνουν την ισχύ των νόμων, βάσει των επιθυμιών μιας δράκας τοκογλύφων δανειστών.

Ο Ελληνισμός διώκεται σήμερα με την ίδια μανία που οι χριστιανικοί όχλοι κατεδίωκαν τους εθνικούς ή τους γνωστικούς στην αυγή του πρώτου Μεσαίωνα.
Στη θέση του «πίστευε και μη ερεύνα» της  παπαδίστικης ορθοδοξίας, εισάγεται πλέον η απόλυτη ισοπέδωση κάθε πίστης και κάθε στοχασμού, υπό τον πνευματικό οδοστρωτήρα της μετανεωτερικότητας[5].
Μια ζοφερή στρατιά εργατών/δούλων περιφέρεται στις ακριβοπληρωμένες οδούς της λαθρομετανάστευσης και μιλιούνια  απελπισμένων ανθρώπων σωρεύονται στις παγκόσμιες φαβέλες χωρίς ελπίδα, χωρίς κώδικες αξιών, χωρίς κουλτούρα, χωρίς συλλογική ταυτότητα.
Οι Έλληνες πληρώνουμε το τίμημα ότι η εθνική μας ταυτότητα συνδέθηκε στην παγκόσμια πνευματική κληρονομιά με τις αξίες του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Δεν είμαστε βεβαίως εμείς  ο πραγματικός στόχος των πρωτεργατών του δεύτερου μεσαίωνα αλλά είμαστε αυτοί που πρώτοι-πρώτοι πρέπει να εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας, ώστε να πραγματωθεί σε συμβολικό επίπεδο το τέλος του Ανθρώπου, με τη μορφή που ως σήμερα τον γνωρίζαμε.  
Αν η λέξη έλληνας κατάντησε στον πρώτο Μεσαίωνα να σημαίνει υβριστικά τον ειδωλολάτρη, δεν θα είναι διόλου περίεργο αν σε δύο ή τρεις γενιές θα ξεπέσει στη σημασία του εθνικιστή, του φασίστα ή του μαχαιροβγάλτη.
Γιατί το τέλος του Ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, όπως όλοι οι ωραίοι θάνατοι, πρέπει να συμβεί και σε πραγματικό και σε συμβολικό επίπεδο.
Αλλιώς η πνευματική δύναμη του, μπορεί να ενεργοποιήσει για άλλη μια φορά τα ανακλαστικά του ανθρώπου, να σηκωθεί και να παλέψει για όλα όσα ορίζουν τη μοίρα του, σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο… 
         

----------------------------
Χρήσιμες σημειώσεις

[1]  Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος και ονομάστηκε αργότερα Βυζάντιο, καθυστέρησε να μπει στο φεουδαλικό στάδιο, αφενός μεν εξαιτίας της σχετικής συνέχειας των ρωμαϊκών δομών, που διατηρήθηκαν για αρκετό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, σε αντίθεση με τις οικονομικές και κοινωνικές δομές της Ρώμης, οι οποίες κατέρρευσαν ολοκληρωτικά μετά τις βαρβαρικές κατακτήσεις, αφετέρου εξαιτίας της σωφροσύνης του Ηρακλείου και των εικονομάχων αυτοκρατόρων, που προσπάθησαν ευσυνείδητα να διατηρήσουν τη μικρή ιδιοκτησία γης και τον αστικό χαρακτήρα της βασιλεύουσας.
Ο καισαροπαπισμός του Βυζαντίου διέφερε σημαντικά από τις αντίστοιχες σχέσεις του Πάπα, με τους δυτικοευρωπαίους ηγεμόνες, ωστόσο οι βυζαντίνοι πατριάρχες, σπανίως είχαν το θάρρος να συγκρουστούν με τον αυτοκράτορα.
Μετά τη Μακεδονική δυναστεία πάντως, το Βυζάντιο διολίσθησε στη φεουδαρχία, με μια σειρά από ολέθρια αποτελέσματα, τόσο στη στρατιωτική και πολιτική ισχύ της αυτοκρατορίας, όσο και στην κοινωνική της συνοχή.          

[2]  Ο ιβηρικής καταγωγής Φλάβιος Θεοδόσιος ανετράφη ως ειδωλολάτρης αλλά στα 34 χρόνια του, βαπτίστηκε χριστιανός, μετά από μια σοβαρή ασθένεια, που τον έφερε κοντά στον θάνατο.
Με τον φανατισμό του νεοφώτιστου αλλά και την πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία χρειάζονταν μια ενιαία και ομογενή θρησκεία, διέταξε διωγμούς κατά των εθνικών και πάντων των αιρετικών.
Είναι γνωστή η ιστορία της συμβολικής  υποταγής του στον Πατριάρχη, όταν αυτός αρνήθηκε να τον μεταλάβει και ο αυτοκράτορας γονάτισε  μπροστά του ζητώντας δημοσίως συγχώρεση, δείχνοντας έτσι ότι αναγνώριζε την πνευματική εξουσία ως ανώτερη της κοσμικής.
Οι ανηλεείς διωγμοί του κατά των μη ορθοδόξων χριστιανών έφεραν τελικώς αποτελέσματα, βάζοντας την αρχαία θρησκεία οριστικά στο περιθώριο της ιστορίας, παρά τη μάλλον καταδικασμένη προσπάθεια του προκατόχου του Ιουλιανού, να την αναβιώσει.
Το διάταγμα του Θεοδόσιου για την οριστική κατάργηση των ολυμπιακών αγώνων, στα τέλη του 4ου αιώνα, θεωρείται η ημερομηνία λήξης της δωδεκαθεϊκής θρησκείας.
Για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην ορθοδοξία, οι παπάδες τον ονομάτισαν Μέγα, σε αντίθεση με τον  κατοπινό συνονόματο του, που έμενε στην ιστορία με το θλιβερό προσωνύμιο Θεοδόσιος ο μικρός…      

[3]  Η σύγκρουση μεταξύ ορθόδοξου και γνωστικού χριστιανισμού εστιάστηκε κυρίως στο αν η πίστη θα έπρεπε να είναι μια προσωπική εσωτερική αναζήτηση, με κύριο άξονα την αυτογνωσία ή αν, αντιθέτως θα έπρεπε να είναι μία σαφώς οριοθετημένη λατρεία, με κύριο άξονα τις γραφές και τις εγκεκριμένες ερμηνείες του επίσημου χριστιανικού ιερατείου.
Κάτι ανάλογο δηλαδή με τη σημερνή σύγκρουση σουνιτών και αλεβιτών μουσουλμάνων, η οποία απηχεί την αρχαία διαμάχη μεταξύ γνωστικισμού και ορθοδοξίας.
Αξίζει να αναφέρω εδώ ότι αυτή η θανάσιμη σύγκρουση μεταξύ, της πίστης ως υπαρξιακής αγω νίας και της πίστης ως υπακοής σε ένα σύστημα ιεραρχημένων αξιών και κανόνων, επαναλαμβάνεται με διάφορες μορφές στην ιστορία των θρησκειών και δεν έχει λήξει ακόμα…

 [4] Ο χορός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του αρχαίου δράματος, είτε σατυρικού, είτε τραγικού. Ο ρόλος του όμως ήταν πολύ διαφορετικός από το ρόλο που διαδραματίζει στην όπερα η χορωδία ή το μπαλέτο.
Ο χορός ήταν ο ενδιάμεσος μεταξύ των υποκριτών  και της κοινότητας.  Συνέδεε δηλαδή την ατομική συνείδηση του ήρωα, με τη συλλογική συνείδηση των θεατών, οι οποίοι μέσω του χορού εισάγονταν στη δράση, ως δρώντα πρόσωπα.
Οι θεατρικές παραστάσεις συνδέονταν άμεσα με σημαντικά γεγονότα της κοινότητας και διδάσκονταν μόνο κατά τη διάρκεια μεγάλων εορτών. Ακριβώς λόγω του διττού χαρακτήρα τους ως ατομικού δράματος και συλλογικής τραγωδίας, οι θεατρικές παραστάσεις λογίζονταν ως τμήμα της θρησκευτικής και γνωστικής εκπαίδευσης των πολιτών και η παρακολούθηση τους επιδοτούνταν από το ταμείο της πόλης.
Η διαφορά με τη σύγχρονη σημασία του θεάτρου, στην καλύτερη περίπτωση ως ψυχαγωγικού θεάματος, όπου ο θεατής απομονωμένος στο σκότος της σκηνής παρακολουθεί σχεδόν λαθραία τα δρώμενα, είναι συντριπτική.
Τα μουσεία, οι γκαλερί, οι σκοτεινές αίθουσες κινηματογράφων και θεάτρων, φανερώνουν σε τι βαθμό ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποξενωθεί από τη συλλογική συνείδηση της κοινότητας του.  Ουσιαστικά και σε σύγκριση με τα αρχαία μέτρα, είμαστε όλοι μας λαθρομετανάστες του ίδιου μας του πολιτισμού…  
 
[5]
 Ο όρος μετανεωτερικότητα ή μεταμοντερνισμός εμφανίστηκε καταρχήν για να περιγράψει τους βασικούς άξονες μιας καλλιτεχνικής αντίληψης, επεκτάθηκε ωστόσο στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία, στην ψυχολογία και εν γένει σε όλους τους τομείς του σύγχρονου στοχασμού.
Ονομάστηκε μεταμοντερνισμός κυρίως επειδή εμφανίστηκε ως καλλιτεχνικό κόινημα, μετά την εκρηκτική παρουσία του μοντερνισμού, στην προ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου περίοδο της ευρωαμερικανικής ιστορίας.
Με πολύ αδρές γραμμές ο μεταμοντερνισμός χαρακτηρίζεται από μια συνδυαστική αντίληψη, όπου τα πάντα μπορούν να συναρμοστούν σε ένα όλον, χωρίς να ιεραρχείται η πνευματική ή αισθητική τους αξία.
Ένα παράδειγμα μεταμοντέρνας καλλιτεχνικής πρακτικής μπορούμε να δούμε στη σημερνή μουσική των μαζών, που προβάλλεται ανηλεώς από τα ΜΜΕ και τα ευρωαμερικάνικα καθεστωτικά ιερατεία, με πιο λαμπρό από όλα το πανηγύρι της γιουροβίζιον.
Πολλά από τα τραγουδάκια που λανσάρονται σε τέτοιες μνημειώδεις τελετές του κιτς, είναι συρραφές παραδοσιακών, ροκ, τζαζ ή ηλεκτρονικών μοτίβων συνδυασμένων έτσι, ώστε ο καθενας θεατής να έχει να βρει κάτι που να του αρέσει.
Παραδοσιακά μουσικά όργανα, όπως το μπουζούκι, η γκάϊντα, το νέυ ή το λαγούτο, συναρμόζονται με ηλεκτρικές κιθάρες, συνθεσάϊζερ και ηλεκτρονικά βιολιά, σε έναν αχταρμά ανακατωμένων μορφών και ήχων, όπου το καθε τι χάνει τον χαρακτήρα του, την αξία του και την ιδιαίτερη αισθητική του λειτουργία.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον μεταμοντερνισμό στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ιδεολογίες, στοχαστικές σχολές, ακαδημαϊκές μελέτες, φτηνές μπουρδολογίες, lifestyle, τηλεοπτικές αγριότητες ή λαϊκές υποκουλτούρες, μπουρδουκλώνονται όλα σε ένα σοβαροφανές χωνευτήρι και ενδοβάλλονται από τις οικιακές οθόνες, στα ταρακουνημένα μυαλά των καταναλωτών...  


http://panusis.blogspot.gr/