English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

New York Times: Το νέο αριστερό μνημόνιο στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε άνοδο της Χρυσής Αυγής

New York Times: Το νέο αριστερό μνημόνιο στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε άνοδο της Χρυσής Αυγής


Δεν είναι ένας, δεν είναι δύο, δεν είναι τρεις, αλλά… χίλιοι δεκατρείς οι μεγαλοπαράγοντες του διεθνούς συστήματος εξουσίας και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους, που ανησυχούν ότι το νέο αριστερό Μνημόνιο θα φέρει μεγάλη άνοδο της Χρυσής Αυγής, ως τελευταίας ελπίδας του ελληνικού λαού.
Σήμερα, σας παρουσιάζουμε έναν ακόμα εκ των… ανησυχούντων, τον Ivan Krastev, πρόεδρο του Κέντρου Φιλελεύθερης Στρατηγικής στην Σόφια και μέλος του Ινστιτούτου Ανθρωπίνων Επιστημών της Βιέννης, δηλαδή έναν κατ’ εξοχήν άνθρωπο του διεθνούς κατεστημένου. Το σχετικό άρθρο του γράφτηκε στην ναυαρχίδα του παγκόσμιου καπιταλισμού, τους New York Times κι έχει τίτλο: «Γιατί ο αριστερός λαϊκισμός στην Ελλάδα θα οδηγήσει στην άνοδο της αντιευρωπαϊκής δεξιάς»
Ιδού:
«Ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του στην Αθήνα είναι αυτοαποκαλούμενοι μαρξιστές, αλλά έχουν ξεχάσει την προειδοποίηση ότι τα μεγάλα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα εμφανίζονται, για να το θέσουμε έτσι, δύο φορές: την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη φορά ως φάρσα. Και τώρα είναι δύσκολο για αυτούς να υποστηρίζουν ότι δεν ήταν αυτοί που οργάνωσαν τη φάρσα.
Την 31η Οκτωβρίου 2011, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, ανακοίνωσε τα σχέδιά του για ένα δημοψήφισμα σχετικά με το σχέδιο διάσωσης που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ζήτησε από τους Έλληνες να υποστηρίξουν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που απαιτούνταν από τους πιστωτές ως τίμημα για την παραμονή τους στην ευρωζώνη. Αλλά το δημοψήφισμα δεν έγινε ποτέ: το χαρακτήρισαν ανεκπλήρωτη δημοκρατία. Τρεις ημέρες μετά την ανακοίνωση αυτή, και μετά από μια σκληρή αντίδραση από τη Γερμανία και τις Βρυξέλλες, η ελληνική κυβέρνηση πάγωσε την ιδέα και οι μεταρρυθμίσεις ψηφίστηκαν στη Βουλή αντ’ αυτού. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι Σοσιαλιστές του κυρίου Παπανδρέου όχι μόνο έχασαν τις επόμενες εκλογές, αλλά γρήγορα έσβησαν και ως πολιτική δύναμη.
Η δεύτερη εμφάνιση της ιδέας του δημοψηφίσματος ήρθε με πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ: αυτή τη φορά, το αποκαλούν ευνουχισμένη δημοκρατία. Οι Έλληνες ψήφισαν πράγματι στις 5 Ιουλίου – η συντριπτική πλειοψηφία απέρριψε τους όρους για ένα νέο, τρίτο πακέτο διάσωσης από τη λεγόμενη τρόικα, όπως ήθελε η κυβέρνηση- αλλά η ηρωική αντίστασή τους στους πιστωτές διήρκεσε μόλις επτά ημέρες. Μέχρι τη Δευτέρα, ο Τσίπρας είχε δεχθεί μια πολύ σκληρότερη εκδοχή της διάσωσης και συμφώνησε να εφαρμόσει πολιτικές που μέχρι πρόσφατα θεωρούσε «εγκληματικές».
Η προσωρινή επίλυση της ελληνικής κρίσης δείχνει ότι, προκειμένου να επιβιώσει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, οι ψηφοφόροι των εθνών- οφειλετών θα πρέπει να στερούνται το δικαίωμά τους στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, ακόμη και δεδομένου ότι διατηρούν το δικαίωμα να αλλάζουν τις κυβερνήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα συνέβησαν, είναι σαφές ότι αυτό στο οποίο ήταν αντίθετοι ο κ. Τσίπρας και ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο υπουργός Οικονομικών του μέχρι τις 6 Ιούλη, δεν ήταν τόσο οι πολιτικές που προτείνονται από τους πιστωτές, αλλά το να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την αποδοχή τους.
Μπροστά στην εξέγερση της Αθήνας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντιμετώπισαν μια δύσκολη επιλογή: θα μπορούσαν είτε να αφήσουν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, θέτοντας έτσι το κοινό νόμισμα σε κίνδυνο, καταστρέφοντας την ελληνική οικονομία και στέλνοντας το μήνυμα ότι σε μια πολιτική ένωση πιστωτών και οφειλετών δεν υπάρχει χώρος για αλληλεγγύη- είτε θα μπορούσαν να σώσουν την Ελλάδα με τους όρους του Τσίπρα, σηματοδοτώντας έτσι ότι ο πολιτικός εκβιασμός λειτουργεί και εμπνέοντας λαϊκιστικά κόμματα σε όλη την Ήπειρο.
Αντιμέτωποι με αυτό το δίλημμα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρήκαν μια τρίτη επιλογή: να σώσουν την Ελλάδα με τόσο δραστικούς όρους, έτσι ώστε καμία άλλη λαϊκιστική κυβέρνηση να μην έμπαινε στον πειρασμό να ακολουθήσει το παράδειγμά της. Τώρα ο κ. Τσίπρας έχει γίνει ζωντανή απόδειξη ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» για τις τρέχουσες οικονομικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η άμεση επίπτωση της ελληνικής συμφωνίας είναι οι πιο ήρεμες αγορές, οι ηττημένοι Έλληνες και οι Γερμανοί σκεπτικιστές. Θα πρέπει λοιπόν η Ευρώπη να γιορτάζει; Μήπως οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναμένουν ότι η Ελλάδα θα μεταμορφωθεί από την συμφωνία όπως μεταμορφώθηκε η Κεντρική Ευρώπη στη δεκαετία του 1990; Είναι πιθανό ότι όλο το επεισόδιο του δημοψηφίσματος – ένα ηχηρό δημόσιο «όχι» που ακολουθήθηκε από την υποχώρηση του κ. Τσίπρα με τους πιστωτές – θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να μην ταπεινώσει τους Έλληνες ψηφοφόρους, αλλά αντ’ αυτού να τους επανεκπαιδεύσει;
Ενώ πολλοί στις Βρυξέλλες ελπίζουν ότι οι Έλληνες έχουν μάθει κάτι, είναι περισσότερο από πιθανό ότι το νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκε τη Δευτέρα θα οδηγήσει σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση ορισμένων τμημάτων της ευρωπαϊκής Αριστεράς και στην εξάπλωση της απάθειας στην Ελλάδα. Ο αριστερός λαϊκισμός του κ. Τσίπρα απέτυχε να κερδίσει μια καλύτερη συμφωνία για την Ελλάδα. Αντ’ αυτού, ο πραγματικός πολιτικός νικητής είναι πιο πιθανόν όχι το μετριοπαθές κέντρο, αλλά η αντι-ευρωπαϊκή δεξιά. Και ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να συγχαίρουν τον εαυτό τους για τη διατήρηση της Ένωσης, το τίμημα που η Ευρώπη θα πληρώσει για την οικονομική διάσωση της Ελλάδας και το πολιτικό κόστος θα είναι ο μετασχηματισμός της Ένωσης από ένα σχέδιο γεμάτο ελπίδες και προσδοκίες σε ένα σχέδιο επιβίωσης με κοινούς φόβους και σύγχυση.
Η ελπίδα της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί κατά το πρότυπο της ένωσης της Κεντρικής Ευρώπης, διαψεύσθηκε – τουλάχιστον προς το παρόν. Οι πολιτικές του Βερολίνου μετά την οικονομική κρίση του 2009 ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένες από την εμπειρία του στην παροχή βοήθειας στην μετα-κομμουνιστική Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά τις μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που υπέστησαν, αλλά η κατάσταση της Ελλάδας σήμερα δεν είναι όπως η Πολωνία ή η Βουλγαρία στη δεκαετία του 1990. Είναι αλήθεια ότι η ύφεση εκείνη την περίοδο στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι συγκρίσιμη με ό, τι η Ελλάδα έχει υποστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών και ότι πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται από τους Έλληνες εφαρμόστηκαν με επιτυχία από την Ανατολική Ευρώπη. Αλλά αν υπάρχει ένας παράγοντας που διαφοροποιεί αισθητά τα μετα-κομμουνιστικά έθνη της Ευρώπης στη δεκαετία του 1990 από την Ελλάδα σήμερα, είναι η φύση των προσδοκιών του λαού για το μέλλον.
Παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ήταν σε ένα χάος, οι πολίτες αυτών των χωρών ήταν γενικά αισιόδοξοι: οι άνθρωποι έτειναν να βλέπουν τις μεταρρυθμίσεις ως επώδυνες αλλά έναν σχετικά σύντομο δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον. Στην Ελλάδα, η διάθεση της κοινής γνώμης είναι γεμάτη δυσπιστία και απαισιοδοξία: οι μεταρρυθμίσεις θεωρούνται ότι ισοδυναμούν με κάτι χωρίς μέλλον. Στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Έλληνες περιμένουν πως οι ζωές των παιδιών τους θα είναι χειρότερες από τις δικές τους.
Αυτές οι σημαντικά διαφορετικές προσδοκίες εξηγούν καλύτερα γιατί στην μετα-κομμουνιστική Ευρώπη οι μεταρρυθμίσεις υποστηρίχθηκαν σθεναρά από τους νέους, ενώ στην Ελλάδα το 85 τοις εκατό των ατόμων ηλικίας μεταξύ 18 και 24, και το 72 τοις εκατό των ανθρώπων 25-34, απέρριψαν τις μεταρρυθμίσεις στο πακέτο των πιστωτών. Στην Ανατολή, οι πολιτικοί κατηγόρησαν για την οικονομική καταστροφή σε μεγάλο βαθμό το παλιό κομμουνιστικό καθεστώς. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το παλαιό καθεστώς είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Κεντρική Ευρώπη, οι Βρυξέλλες θεωρήθηκαν φίλος και σύμμαχος. Στην Ελλάδα θεωρούνται πιστωτές και εχθρική δύναμη.