Στον δρόμο προς τον «μεγάλο μνημονιακό συνασπισμό»
Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 2014
Το σύστημα, σ’ όλους τους τομείς του, επιχειρεί να επαναφέρει με την κάθε είδους προπαγανδιστική του προσπάθεια την εποχή του δικομματισμού των περασμένων δεκαετιών. Η τρέχουσα «αντιπαράθεση» ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ δείχνει να έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του παρελθοντολογικού δικομματισμού, με την μόνη διαφορά ότι στην θέση του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο «καυγάς» τους γίνεται ξεκάθαρα για το ποιος θα είναι αυτός που θα έχει την διαχείριση της μνημονιακής πολιτικής τα επόμενα χρόνια. Γιατί χρησιμοποιούμε τις λέξεις αντιπαράθεση και καυγάς εντός εισαγωγικών; Επειδή θεωρούμε ότι το όλο σκηνικό είναι στημένο, καθώς επίκειται ο «μεγάλος συνασπισμός», με την συμμετοχή στην κυβέρνηση και των δύο. Η προσωπική επίθεση του Τσίπρα σε Σαμαρά και Βενιζέλο, η οποία έγινε από την ΔΕΘ, προβλήθηκε κατά κόρον τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Η κάθε πλευρά είχε τους λόγους της.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ για να δείξει μια δήθεν πυγμή, κρύβοντας την μεγάλη κωλοτούμπα που πραγματοποιεί με το νέο του πρόγραμμα, οι δε κυβερνητικοί συνέταιροι -αφοπλισμένοι πολιτικά επί της ουσίας- για να κινδυνολογήσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί να σύρει την Χώρα σε απανωτές εκλογικές περιπέτειες, μέχρι να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Πολύ μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχουν κάποια άλλα λεγόμενα του Τσίπρα, πάλι από την ΔΕΘ, στα οποία συμπυκνώνεται η ουσία των αληθινών προθέσεών του: «Εάν, λοιπόν, έχουμε ένα εκλογικό αποτέλεσμα που δεν μας δίνει την αυτοδυναμία, αλλά μας δίνει τη δυνατότητα ή το περιθώριο στη βάση του προγράμματός μας να υπάρχουν συγκλίσεις με δυνάμεις, αν βρίσκονται στη Βουλή, που εν πάση περιπτώσει βρίσκονται στην άλλη πλευρά της όχθης, στην από δω πλευρά, σε αυτήν που λέει πάμε να διαπραγματευθούμε κι όχι πάμε να υλοποιήσουμε το μνημόνιο, θα τις επιδιώξουμε. Εάν δεν υπάρχει αυτό αναγκαστικά θα πάμε σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση». Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις; Δεν ονοματίζονται, αφού αναφέρονται αόριστα ως δυνάμεις «στην άλλη πλευρά της όχθης» και μετά «στην από εδώ πλευρά».
Δεν πρόκειται, όμως, για κάποιο φραστικό λάθος, δικαιολογημένο στην ροή του προφορικού λόγου, καθώς αμέσως μετά υπάρχει το στίγμα: «Πάμε να διαπραγματευθούμε». Άλλη μια ένδειξη ότι η καταγγελία του μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ «έγινε καπνός». Ακόμη, όμως, και ο τρόπος με τον οποίο ορίζει την «διαπραγμάτευση» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο «φερετζές» για την εκ νέου διαχείριση της μνημονιακής πολιτικής. Ούτε, φυσικά, είναι τυχαίο το γεγονός ότι η όποια καταγγελτική αναφορά του Τσίπρα σχετίζεται ουσιαστικά μόνο με τα πρόσωπα των Σαμαρά-Βενιζέλου και όχι συνολικά με ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Όλη, λοιπόν, η λογική των λεγομένων του Τσίπρα κινείται στον αστερισμό του «μεγάλου συνασπισμού», με ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αφού το «πρόβλημα» είναι οι τωρινοί επικεφαλής των κομμάτων αυτών και όχι η συνολική πολιτική τους. Στην ουσία η μόνη βάση κυβερνητικής συνεργασίας που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το «πάμε να διαπραγματευθούμε». Είναι μια θέση τόσο πλατιά και τόσο ασαφής που χωράει τα πάντα (αλλά και τους πάντες…).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως υποτιθέμενος πολιτικός φορέας της ανατροπής, έχει ουσιαστικά διαγράψει το παλιό δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», βάζοντας στην θέση του ως νέο δίλημμα το «καλή ή κακή διαπραγμάτευση». Διαπραγμάτευση όχι με βάση το Γνήσιο Εθνικό Συμφέρον, αλλά με απόλυτη τήρηση των «υποχρεώσεων» έναντι των διεθνών τοκογλύφων. Διαπραγμάτευση όχι για την ουσιώδη προστασία και ανάταση των βαθύτατα δοκιμαζόμενων Λαϊκών Στρωμάτων, αλλά για την «επίτευξη» ενός προγράμματος περίπου φιλανθρωπίας για την έσχατη εξαθλίωση του Ελληνικού Λαού.
Πρέπει επομένως να γίνει αντιληπτό ότι συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ βαδίζουν στην ίδια ρότα επί της αρχής. Αποδέχονται τους όρους αποπληρωμής των δανείων και θέλουν να διαχειριστούν την επιχειρούμενη «κινεζοποίηση» του Ελληνικού Λαού. Απλώς η συγκυβέρνηση έχει φτάσει στο ναδίρ της πολιτικής της αξιοπιστίας, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την πολυτέλεια της δημαγωγίας μέχρι να χρειαστεί να αναλάβει την διαχείριση της εξουσίας. Εξάλλου, τα ίδια είχε κάνει και ο Σαμαράς την εποχή των «Ζαππείων», όταν και παρίστανε τον «αντιμνημονιακό», για να γίνει στην συνέχεια ο πιο φανατικός υποστηριχτής του μνημονίου και ο πιο συνεπής εφαρμοστής της αποτρόπαιης πολιτικής του.
Έτσι, λοιπόν, και αφού και τα δύο κόμματα κινούνται ξεκάθαρα στον δρόμο της μνημονιακής υποταγής, δεν θα έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να προβούν στην δημιουργία του «μεγάλου συνασπισμού», εφόσον κριθεί απαραίτητο αυτό. Με αλλαγή ηγεσίας σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ώστε να φορτωθεί σ’ αυτούς η μνημονική πορεία των κομμάτων τα τελευταία χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει το άλλοθι που χρειάζεται για να συνεργαστεί μαζί τους, οδηγώντας την Χώρα σε μια ακόμη συγκυβέρνηση-τερατογένεση