Ερμηνευτικές ματιές στο έργο του Παλαμά
Παρατηρώντας την πορεία της υπερ-ιστορικής (δηλαδή υπεράνω του χρόνου) Ελληνικής παρουσίας σε αυτά τα χιλιάδες έτη ζωής, διαπιστώνουμε ότι αναλόγως των εποχών, ο εκάστοτε Ελληνικός λαός, σχημάτιζε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες διαβίωσης, τη θρησκεία, το πολιτικό καθεστώς και την πολιτεία που ζούσε, διαφορετική ταυτότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι οι ταυτότητες αυτές, είναι το άγγιγμα του χρόνου πάνω στους Έλληνες. Το σύνολο των συλλογικών χαρακτήρων που επέλεγαν να φέρουν στην επιφάνεια, εξελισσόμενοι σύμφωνα με την εποχή που ζούσαν.
Έτσι λοιπόν, έχουμε τον Έλληνα της ομηρικής περιόδου και τον Έλληνα της κλασσικής. Τον αυτοκρατορικό Έλληνα της αλεξανδρινής περιόδου, τον Βυζαντινό και τον Ρωμιό. Και τέλος, τον ραγιά και τον υιό του, τον νεοέλληνα, που αναζητά την ταυτότητά του κυνηγώντας ξένα πρότυπα. Κάθε τρανός Σκοπός και περίοδος. Κάθε μια περίοδος και μια συλλογική ταυτότητα. Κάθε μια συλλογική ταυτότητα κι ένα κοινό, ιδεατό, πρότυπο που αποτυπώνεται σε θρύλους, σαν γνήσιο τέκνο της φυλετικής παράδοσης που καθιστάμενο ως είδωλο, αποτελεί το ίνδαλμα που οφείλει ο καθένας να φθάσει. Από τον Ηρακλή και τον Αχιλλέα, στον Αλέξανδρο. Και από τον Διγενή Ακρίτα και τον Βουλγαροκτόνο, στην κατάπτωση και τον Καραγκιόζη μέχρι τον σημερινό υποκριτικά ελεύθερο επαίτη.
Το λογοτεχνικό έργο του Παλαμά, αναλίσκεται στη διάγνωση των παθογενειών και των μεγαλείων αυτών των συλλογικών ταυτοτήτων, αντικατοπτρίζοντας την εσωτερική του διαπάλη, που προκύπτει από την προσπάθειά του τόσο να τοποθετήσει εαυτόν, όσο και να βοηθήσει τους συμπατριώτες του να αποκτήσουν ένα Σκοπό, ώστε να ανανεώσουν την ταυτότητά τους. Αυτή την προσπάθειά του ο Παλαμάς την πραγματοποιεί, έχοντας αντιληφθεί ότι ζει στο μεταίχμιο εποχών, όπου ο Ελληνισμός, καλείται να επιβιώσει ή να χαθεί. Γι’ αυτό κι αγωνίστηκε να δείξει στους συμπατριώτες του τις αληθινές αξίες που διακατείχαν τους Έλληνες που μεγαλουργούσαν, μαχόμενος έναντι του ραγιαδισμού και της ξενομανίας. Σύγχρονος του Περικλή Γιαννόπουλου και έχοντας επηρεασθεί φανερά από το έργο του, ο Παλαμάς, επεχείρησε να πάρει τους ρόλους του λογοτεχνικού ρήτορα στην πολιτική ζωή των νεοελλήνων και του ποιητικού ιεροφάντη για μια Νέα Πίστη σε ένα ανώτερο Σκοπό, αντάξιο της ιστορίας των Ελλήνων. Υπήρξε αταλάντευτος υποστηρικτής της φυλετικής συνέχειας του Ελληνισμού, ενέπνευσε κι εμπνεύστηκε, από προσωπικότητες της εποχής του, που σήκωσαν το βάρος της διάψευσης διαφόρων ψευδοϊστορικών θεωριών (Φαλμεράυερ), οι οποίες διακήρυτταν το αντίθετο. Ταυτόχρονα, μέσω του έργου του πάντα, αγωνίστηκε εναντίον της Εθνικής φιλαυτίας του νεοέλληνα νάρκισσου, που επιμένει να καταναλώνει την ιστορία των προγόνων του κι αρνείται να περάσει στην ενεργό καταξίωσή του, διεκδικώντας το ιστορικό κληροδότημά του.
Δεν είναι λοιπόν τυχαία, η λογοτεχνική συμβολή του στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, γράφοντας τον Ύμνο τους. Κοντά στο αυθεντικό φιλελληνικό ρεύμα (Πιέρ ντε Κουμπερτέν, Σαρλ Μωρράς) που στην ιστορική συνέχεια, οι φορείς του θα στελέχωναν τα Εθνικιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου, θα δοξάσει τη αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, θέτοντας το σαν τον Φάρο που θα έδειχνε το δρόμο σε όλη την Οικουμένη. Λίγα έτη μετά, το 1907 θα γράψει το λυρικό ποίημα «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», στο οποίο συγκεντρώνεται το σύνολο του προβληματισμού του σχετικά με το μέλλον και το παρελθόν του Ελληνισμού. Ο Γύφτος, είναι ένας Έλληνας που ζει στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κι περιπλανιέται, κατευθυνόμενος από ένα πνεύμα άρνησης κι αμφισβήτησης. Είναι «γύφτος» διότι έχει ανατραφεί στο σημείο καμπής της Ιστορίας, κατά το οποίο, ο Ελληνισμός προσπαθεί να ξεπροβάλει και να απαλλαγεί από τα δεσμά του θρησκευτικού οικουμενισμού, ο οποίος καθιστούσε την καταγωγή δευτερεύον στοιχείο της ταυτότητας του Βυζαντινού πολίτη. Γεγονός που τελικά καταφέρνει, στο πρόσωπο του Γύφτου, ο οποίος ανακαλύπτει την Ελληνική του ταυτότητα, έχοντας πετάξει από πάνω του την μηδενιστική αδιαφορία που προβάλει στην αρχή του έργου. Η εποχή το Γύφτου, είναι κι αυτή ένα μεταίχμιο, στο οποίο οι Έλληνες καλούνται να επιλέξουν μεταξύ του μεγαλείου και της σκλαβιάς. Ο Παλαμάς λοιπόν, επιχειρεί να αντιπαραβάλει τον κάθε Έλληνα, στη θέση του Γύφτου και να τον κατευθύνει να κάνει το ίδιο. Αφήνοντας του κατά νου, την πικρία ότι ο Γύφτος είναι φανταστικό πρόσωπο, τον προειδοποιεί, πως αν δεν το κάνει, αν ο «γύφτος» δεν γίνει Έλληνας κι επιλέξει να (ξανα)γίνει ραγιάς, θα υποστεί παρόμοια καταστροφή με εκείνη στο τέλος του Βυζαντίου.
Η θρησκεία επίσης, ένας από τους σημαντικότερους προβληματισμούς του Εθνικού μας Ποιητή. Στα πρώτα έργα του, είναι εμφανής η αναπόληση του μεγαλείου του αρχαίου κόσμου, που όμως δείχνει ατελέσφορο καθώς διεκόπη από την επέλαση των νέων ηθών του χριστιανισμού. Στα μετέπειτα όμως, ο Παλαμάς, παίρνει μια πιο αισιόδοξη θέση, η οποία είναι διάχυτη στο ποίημά του «Ουράνια» (**). Σε αυτό, εμφανίζεται κυρίαρχο το συμπέρασμα του ποιητή, σχετικά με την πνευματική συνέχεια στη θρησκευτική λατρεία των Ελλήνων, που συσχετίζεται με τη φυλετική διάσταση του Έθνους. «Ο Μέγας Παν», που «δεν τέθνηκε», όπως ακουγόταν συνδέοντας τον θάνατό του με τον θάνατο της αρχαίας εποχής, εκπροσωπεί αυτή ακριβώς την σύλληψη των ιδεών στο νου του ποιητή.
Τέλος, ο Παλαμάς, έδωσε και σαφές ιδεολογικό στίγμα. Υπερασπιστής της Μεγάλης Ιδέας, που αναβιώνει στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», μαζί με το αρχαίο κλέος, ο ποιητής πενθεί πνευματικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και για 3 χρόνια δεν δημοσιεύει νέα ποιήματα. Με την επάνοδό του όμως, το 1925 είναι ξεκάθαρος και κατακεραυνώνει τα πολιτικά ρεύματα που έκαναν την είσοδό τους στη κοινωνία εκμεταλλευόμενα την ήττα. Στην πρώτη κιόλας συλλογή που δημοσιεύει, καταγγέλλει: δημοκόπους, καλαμαράδες, μπολσεβίκους (***). Αυτούς που εμποδίζουν με άδεια λόγια κι ολέθρια έργα, το «Πανελλήνιο Μεγαλόνειρο». Αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν την ήττα. Κι αυτούς που έφεραν την ήττα, γιατί δεν ήταν αρκετοί.
Επιμέρους σημειώσεις στο ποιητικό έργο του Παλαμά
Α) Ο Πάνας σαν Θεός, γοήτευε και φόβιζε ταυτόχρονα. Εκπροσωπούσε κάτι παραπάνω από το βουκολικό πνεύμα, ήταν η απεικόνιση των μυστήριων εκφράσεων της φύσης. Ακόμα και σε στενά θεολογικά πλαίσια, να το προσεγγίσει κάποιος, αυτό το "ανεξερεύνητο" και η μυστηριώδης αίσθηση ότι ο άνθρωπος είναι απλά μικρό κομμάτι της, αγγίζει τους προβληματισμούς που φέρνει ο μύθος του προπατορικού αμαρτήματος. Σε αυτό συνέβαλλε και το ότι χριστιανισμός, αναπτύχθηκε και κυριάρχησε σε "αστυφιλικό" περιβάλλον, με αποτέλεσμα η εικόνα αυτή για το θείο να δαιμονοποιηθεί.
-Γιατί οι εκτεταμένες και πολλάκις διατυπωμένες αναφορές στον Πάνα, από επώνυμους εκπροσώπους του Λαϊκού Εθνικιστικού Κινήματος;
Το ποίημα του Παλαμά, «Ουράνια», είχε και έχει, πολύ μεγάλη επιρροή στους εθνικιστικούς κύκλους, διότι είναι λογοτεχνική διατύπωση μιας πνευματικής συνέχειας στη θρησκευτική λατρεία των Ελλήνων, που συσχετίζεται με τη φυλετική διάσταση του Έθνους. Ο Παν μάλιστα, σαν σύλληψη/προσέγγιση του θείου, είναι κοντά στα αταβιστικά ένστικτα και τα αντι-μοντερνιστικά αντανακλαστικά του Εθνικισμού, που υπαγορεύουν την συγκρότηση και την υπεράσπιση της τριμπαλιστικής κοινότητας, ενώπιον χαοτικών στοιχείων που καθορίζει η μονίμως ανεξερεύνητη Φύση, σε κάθε της πτυχή του φυσικού, μεταφυσικού, υπερφυσικού μυστήριου.
B) O Παλαμάς, γράφει στη δημοτική. Είναι υπέρμαχος της δημοτικής, όπως οι περισσότεροι Εθνικιστές της περιόδου. Στον αντίποδα, υπήρχαν οι καθαρευουσιάνοι, οι οποίοι υποστήριζαν το (πολυεθνικό/πολυφυλετικό) αυτοκρατορικό ιδεώδες του Βυζαντίου, σε αντίθεση με την Εθνική αναγέννηση. Ο δημοτικισμός (χλευαστικά από τους αντιπάλους του λεγόταν «μαλλιαρισμός»), ταυτίζει το Έθνος με τη γλώσσα. Η καθαρεύουσα, θεωρεί τη γλώσσα όχημα για ένα πολυεθνικό, μονοπολιτισμικό κράτος.
Οι δημοτικιστές, είχαν προσφορά στο μακεδονικό ζήτημα, καθώς προσεταιρίζονταν τους Έλληνες της Μακεδονίας, οι οποίοι καταλάβαιναν τη γλώσσα αυτή ευκολότερα. Από την άλλη, εξαιτίας των υποστηρικτών της καθαρεύουσας η γλώσσα δεν διαθέτει φράσεις και λέξεις με ξένη προέλευση (πχ εν πάση περιπτώσει, παρεμπιπτόντως, τηλεόραση). Καθώς η γλώσσα γίνεται όργανο άσκησης εξουσίας, το γλωσσικό γίνεται έντονο πολιτικό ζήτημα. Ο απλός λαός δεν δύναται να διδαχθεί σε μικρό διάστημα, την επίσημη γλώσσα του κράτους που χρησιμοποιεί η ανώτερη οικονομική τάξη, η εκκλησία και μια ακαδημαϊκή ελίτ, με αποτέλεσμα να πέφτει θύμα τους και να αποκλείεται από τη συμμετοχή του σε πολιτικές δραστηριότητες. Σταδιακά, οι συντηρητικοί, υποστηρικτές της καθαρεύουσας, εκφράζουν την υποτέλεια σε ένα καθεστώς άδικο, που οδήγησε στον άδοξο πόλεμο του 1897 και απανωτές χρεοκοπίες.
-Οι συγκρούσεις μεταξύ των υποστηρικτών τους, υπήρξαν βίαιες (Ευαγγελικά, Ορεστειακά).
-Η επιλογή του ποιήματος του για Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρξε μια νίκη των δημοτικιστών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
(*)
Ύμνος Ολυμπιακών Αγώνων
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός
Ο ύμνος αυτός, γράφτηκε το 1896. Στις επόμενες διοργανώσεις, η κάθε διοργανώτρια χώρα είχε δικαίωμα να προβάλει το δικό της. Μέχρι την καθιέρωση του πρώτου, ως τον επίσημο Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων αρκετές δεκαετίες μετά.
(**)
Οὐράνια
Ἥλιε, ἐσύ, πηγὴ ἀστείρευτη
κάθε ζωῆς, εἰκόνα
τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια
καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα.
κάθε ζωῆς, εἰκόνα
τοῦ ὡραίου ὑπερτέλεια
καὶ τοῦ Ἀπείρου κορῶνα.
Πρὶν ἀρχίσουν τὸ διάβα τους
τῶν θεῶν οἱ λεγεῶνες,
πρῶτο θεὸ σὲ ἀγνάντεψαν
καὶ μοναχὸν οἱ αἰῶνες.
τῶν θεῶν οἱ λεγεῶνες,
πρῶτο θεὸ σὲ ἀγνάντεψαν
καὶ μοναχὸν οἱ αἰῶνες.
Καὶ πάλι θεὸς ὕστατος
σὲ νεκρικὴ λαμπάδα
τοῦ τελευταίου θρησκεύματος
θὰ φέξης τὴν κρυάδα.
σὲ νεκρικὴ λαμπάδα
τοῦ τελευταίου θρησκεύματος
θὰ φέξης τὴν κρυάδα.
Ἡ γῆ μας γῆ ἄφθαρτων
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶν᾿ ὁ Ἀπόλλων.
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶν᾿ ὁ Ἀπόλλων.
Στὰ ἐντάφια λευκὰ σάβανα
γυρτὸς ὁ Ἐσταυρωμένος
εἶν᾿ ὁλόμορφος Ἀδωνις
ροδοπεριχυμένος.
γυρτὸς ὁ Ἐσταυρωμένος
εἶν᾿ ὁλόμορφος Ἀδωνις
ροδοπεριχυμένος.
Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας
ἀθέλητα κρυμμένη,
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι, ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!
ἀθέλητα κρυμμένη,
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι, ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!
...
Μίαν αὐγὴ χειμωνιάτικη
ποῦ φοροῦσε κορῶνα
τὴν καταχνιά, σὰν ὅραμα
εἶδα τὸν Παρθενώνα.
Μίαν αὐγὴ χειμωνιάτικη
ποῦ φοροῦσε κορῶνα
τὴν καταχνιά, σὰν ὅραμα
εἶδα τὸν Παρθενώνα.
Μαγικὸ μισοδιάφανο
τὸν ἔζωνε μαγνάδι
στὸν ἥλιο ἀγνάντια, κ᾿ ἔλεγεν:
- Ἐγὼ εἶμαι τὸ σημάδι
τὸν ἔζωνε μαγνάδι
στὸν ἥλιο ἀγνάντια, κ᾿ ἔλεγεν:
- Ἐγὼ εἶμαι τὸ σημάδι
τοῦ ὡραίου ποὺ δείχνει ἀπόμακρα
στὴν πλατωσιὰ τοῦ Ἀπείρου
καὶ τ᾿ ἄσπρο στέρεο μάρμαρο
σὰν τὸν ἀχνό τοῦ ὀνείρου.
στὴν πλατωσιὰ τοῦ Ἀπείρου
καὶ τ᾿ ἄσπρο στέρεο μάρμαρο
σὰν τὸν ἀχνό τοῦ ὀνείρου.
Θαῦμα θαυμάτων μέσα μου
σαλεύει, ἐνῶ κοιμᾶται...
Ἀδέλφια μου, νὰ πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ἐλᾶτε!
σαλεύει, ἐνῶ κοιμᾶται...
Ἀδέλφια μου, νὰ πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ἐλᾶτε!
Ἀσάλευτη, πανύψηλην
ἀλήθεια, ἕνα παλάτι
τῶν ὅλων γιὰ ὅλους! Ἄφραστη
θρησκεία ποὺ νἄχει κάτι
ἀλήθεια, ἕνα παλάτι
τῶν ὅλων γιὰ ὅλους! Ἄφραστη
θρησκεία ποὺ νἄχει κάτι
πλέον βαθὺ ἀπ᾿ τὸν Ἔρωτα,
πιὸ μέγα ἀπ᾿ τὴ Θυσία,
καὶ κάτι πλέον ἀπέραντο
κι ἀπ᾿ τὴν Ἀθανασία!
πιὸ μέγα ἀπ᾿ τὴ Θυσία,
καὶ κάτι πλέον ἀπέραντο
κι ἀπ᾿ τὴν Ἀθανασία!
(***)
Οι Λύκοι
Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.
(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ
σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ
ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).
Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.
Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ
τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ
τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.
Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.
Ο Γκρεμιστής
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!