Στην φιλελεύθερη σκέψη, η κάθε χώρα οφείλει να παράγει στην μέγιστη ποσότητα τα προϊόντα, στα οποία μπορεί να επιτύχει την κατώτερη τιμή, και να εισάγει τα αντίστοιχα προϊόντα που παράγουν άλλες χώρες. Αυτή η αλληλεξάρτηση, θεωρητικώς, θα αποτελέσει ένα βήμα προς την παγκόσμια ειρήνη. Στην πράξη αυτό, βεβαίως, δεν συνέβη. Το μόνο που συνέβη ήταν η ζημιά που υπέστησαν πολλές οικονομίες, όπως η ελληνική, που μεταστράφηκαν στην παροχή υπηρεσιών.
Προκειμένου να οδηγηθούμε σε διέξοδο από την οικονομική κρίση οφείλουμε να προσανατολιστούμε, σε τομείς που θα οδηγήσουν σε μια μεγέθυνση της οικονομίας αλλά και σε μια γενικότερη εξυγίανση της πολιτικής ζωής έτσι ώστε να επιτύχει η προσέλκυση των επενδύσεων. Είναι απαραίτητη η αναστροφή αυτής της ζημιογόνας πολιτικής, με προσανατολισμό στην αυτάρκεια ειδών, που θα εξασφαλίσει τον πληθυσμό σε κάθε περίπτωση και σε κάθε κρίση, χρηματοπιστωτική ή μη.
Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής, ήτοι της αγροτικής παραγωγής, κτηνοτροφικής παραγωγής, εξόρυξης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ελλάδος και άλλων μορφών της πραγματικής οικονομίας. Προϋποθέτει, επίσης, γεωπολιτική και εμπορική στροφή προς άλλες δυνάμεις που είναι ικανές να απορροφήσουν την πλεονάζουσα ελληνική παραγωγή και των οποίων τα στρατηγικά συμφέροντα συνάδουν με τα αντίστοιχα ελληνικά.
Η τεχνολογία, η πρόοδός της και η εφαρμογή της στην διαδικασία παραγωγής, αποτελούν επίσης αναπτυξιακούς παράγοντες της οικονομίας. Ομοίως και η καινοτομία, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην εκάστοτε επιχειρηματική δραστηριότητα, δημιουργώντας μονοπωλιακά κέρδη. Η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και η εφαρμογή τους στην παραγωγή σε όλο το φάσμα της οικονομικής ζωής συντελούν στη δημιουργία νέας προστιθέμενης αξίας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η απόκτηση γνώσης νέων καινοτομιών ‒ που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ΑΞΕ αλλά και από τη συνεχή επιμόρφωση των συσχετιζόμενων με την οικονομική δραστηριότητα ‒ μπορεί να επιφέρει αύξηση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και συνεπώς αύξηση των εξαγωγών.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μπορεί μια οικονομία να προβεί σε εξαγωγές τεχνολογικών προϊόντων. Η Ελλάδα, μαζί με τις μεσογειακές χώρες, είναι εισαγωγέας τεχνολογικών προϊόντων. Μαζί με την Κροατία, την Τσεχία, την Ιταλία, την Λιθουανία, την Μάλτα, την Πολωνία, την Πορτογαλία, την Σλοβακία και την Ισπανία, σημειώνει επιδόσεις στην καινοτομία μικρότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η σημαντικότερη ‒ άμεση ή έμμεση ‒ ευεργετική επίδραση της ειδικευμένης γνώσης στην οικονομική ανάπτυξη βασίζεται στην αλληλεξάρτηση οικονομίας και τεχνολογικής προόδου ‒ η δημιουργία, για παράδειγμα, νέων μορφών ενέργειας οδηγεί σε περαιτέρω οικονομική άνθηση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την συνθήκη της Λισαβόνας, φαίνεται να έχει κατανοήσει την σημασία της εκπαίδευσης, θέτοντας ως στόχο την μεγαλύτερη οικονομία καινοτομίας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ανάπτυξη θα έρθει μέσω της ανακάλυψης νέων τεχνολογικών και καινοτομικών μεθόδων, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου της μόρφωσης και της συνεχούς επιμόρφωσης των πολιτών της.
Μέσω της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται από το Lisbon Council υπολογίζεται ο δείκτης ανθρωπίνου κεφαλαίου. Αυτός μάς αποκαλύπτει την ικανότητα μια χώρας όσον αφορά την αξιοποίηση και την ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού της. Το μέγεθος του ανθρωπίνου κεφαλαίου μιας χώρας υπολογίζεται με βάση το κόστος της επίσημης και ανεπίσημης εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τον πληθυσμό της.
Σήμερα τα ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα είναι τεραστία καθιστώντας την διασφάλιση του αποθέματος γνώσης σε χαμηλά επίπεδα. Εν απουσία εργασίας, το ανθρώπινο κεφάλαιο υποβαθμίζεται και η γνώση αδρανεί. Η έλλειψη ανανέωσης και εκσυγχρονισμού των γνώσεων και των ικανοτήτων δυσχεραίνει την εύρεση εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Παρά την υιοθέτηση καινοτόμων δραστηριοτήτων από τις ελληνικές επιχειρήσεις, αυτές τελικά δεν καινοτομούν, καθώς οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις δεν επενδύουν προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν δαπανούνται ιδιωτικά ή δημόσια χρήματα για νέες έρευνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πατέντες αντίστοιχες των Μεσογειακών χωρών και των χωρών της Βορείου Ευρώπης.
Η δημόσια χρηματοδότηση για καινοτομία δεν επεκτείνεται σε ερευνητικές δραστηριότητες αλλά κυρίως στον εκσυγχρονισμό των μηχανημάτων και τον εξοπλισμό. Η έλλειψη ζήτησης τέτοιων δραστηριοτήτων φαίνεται να ευθύνεται για τα χαμηλά επίπεδα καινοτομίας της Ελλάδας. Η προσφορά της χώρας κυμαίνεται σε εξίσου χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα και τον πληθυσμό της.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να στηρίξει την καινοτομία παραδείγματος χάριν στους παρακάτω τομείς: Στον αγροτικό τομέα επενδύοντας σε ελκυστικά για τις ξένες αγορές αγροτικά προϊόντα (μανιτάρια, σαλιγκάρια κτλ), στην φαρμακοβιομηχανία ‒ όσον αφόρα την εξαγωγή φαρμάκων έχει να επιδείξει ευρεσιτεχνίες και δυναμικότητα ‒ και στην ιχθυοκαλλιέργεια η οποία θα έχαιρε δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης. Η ζήτηση, για παράδειγμα, σε ψάρια από την Ιαπωνία είναι πολύ αυξημένη, ιδιαίτερα μετά την διαρροή ραδιενέργειας. Όπως και στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολική και ηλιακή) και κυρίως να προβεί σε εξόρυξη του ορυκτού της πλούτου. Συνεπώς, η επένδυση σε διάφορους κλάδους, σε συνδυασμό με καινοτομικές δραστηριότητες, θα μπορούσε να αναδείξει την ελληνική οικονομία.
Η άνθιση της οικονομίας και η επίτευξη περαιτέρω ανάπτυξης μπορεί να υπάρξει σε ένα πολιτικά σταθερό κράτος, όπου οι κοινωνικές ανισότητες αμβλύνονται και τα οφέλη αφορούν όλη την κοινωνία και όχι συγκεκριμένες ελίτ. Σ’ ένα κράτος όπου δίνονται κίνητρα σε όλους τους πολίτες για συμμετοχή στην παραγωγικότητα και την επιχειρηματικότητα και όπου η διαφάνεια αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των πολιτών στους πολιτικούς θεσμούς.
Η ύπαρξη ενός σταθερού νομικού συστήματος που παρέχει ασφάλεια όσον αφορά τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και που εξαλείφει την διαφθορά στην πολιτική ζωή ενός τόπου ‒ τιμωρώντας όσους καταχρώνται δημόσιο χρήμα ή χρηματίζονται ‒ παραδειγματίζει τους πολίτες. Ο νόμος, για παράδειγμα, περί μη ευθύνης των Υπουργών στην Ελλάδα λειτούργησε ανασταλτικά για την ποιότητα των πολιτικών θεσμών στη χώρα, καθιστώντας τους Υπουργούς ανέγγιχτους. Η απαξίωση των πολιτικών θεσμών δεν δίνει περιθώρια για μεταρρυθμίσεις και προκαλεί ανασφάλεια στους επενδυτές.
Δεν έχει αποδειχθεί ότι ένα συγκεκριμένο σύστημα θα επιφέρει και την μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Αντιθέτως, διαφορετικά συστήματα έχουν να επιδείξουν παρόμοια οικονομική άνθηση, ενώ όμοια την ακριβώς αντίθετη. Συμπερασματικά, προκειμένου να υπάρξει μια υγιής και συνεχώς αναπτυσσομένη οικονομία, οι πολίτες πρέπει να νοιώθουν σεβασμό προ τους θεσμούς ‒ κάτι το όποιο δεν επιβάλλεται αλλά κατακτιέται ‒ ασφάλεια όσον αφορά την οικονομική τους δραστηριότητα και πολιτική και οικονομική ισότητα. Είναι αποδεδειγμένο ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας, γεγονός που πρέπει να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων για μια ικανή διακυβέρνηση.
Ο Thorstein Veblen (1899) στο έργο του The theory of the Leisure class αποτύπωσε με ιδιαίτερη σαφήνεια την σημασία των θεσμών στην οικονομία ‒ εν αντιθέσει με την νεοκλασική οικονομική παράδοση που παραμέλησε του θεσμούς και δεν τους ενσωμάτωσε στην οικονομική ιστορία. Πίστευε ότι η εξέλιξη έρχεται μέσα από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων ‒ περιέργεια, άμιλλα, διεκδίκηση και εργασία ‒ τα οποία αποδίδονται και στις επιπτώσεις των κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών.
Η Χρυσή Αυγή είναι η μόνη πολιτική δύναμη η οποία μπορεί να επιφέρει την οικονομική αλλά και ηθική ανάταση της Ελλάδας. Με ένα πρόγραμμα άμεσα υλοποιήσιμο για όλους του τομείς και κυρίως με ανθρώπινο δυναμικό αμόλυντο,αδιάφθορο. Οι Έλληνες εθνικιστές οδηγούμενοι από την αγάπη τους για τον ελληνικό λαό και την πατρίδα θα αγωνιστούν γι α ένα καλλίτερο αύριο.