English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Τα μέτωπα της γεωστρατηγικής διαίρεσης και ο κίνδυνος παγκοσμίου πολέμου


Τα μέτωπα της γεωστρατηγικής διαίρεσης και ο κίνδυνος παγκοσμίου πολέμου
Ουδείς σήμερα αμφιβάλλει ότι η κρίση στην Συρία και Ουκρανία, καθώς και η αντιπαράθεση στην Νοτιοανατολική Ασία και στον Ειρηνικό δεν είναι αποτέλεσμα των γεωστρατηγικών επιλογών των μεγάλων δυνάμεων ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο πολλά κράτη στην Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ασία αλλά και στην Ευρώπη αποσταθεροποιούνται και έλκονται από υπάρχουσες ή νεοσύστατες οικονομικές και στρατιωτικές σφαίρες επιρροής.
Η στρατιωτική συνεργασία των ΗΠΑ με Νότιο Κορέα, Ιαπωνία, Ταϊβάν, Φιλιππίνες και Αυστραλία το τελευταίο διάστημα συνεχώς αναβαθμίζεται, ενώ στον αντίποδα η Κίνα εγκαθιστά ναυτικές και αεροπορικές βάσεις σε νησιά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και αυξάνει αλματωδώς τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Η ιαπωνική κυβέρνηση αναθεωρεί το σύνταγμα της χώρας, έτσι ώστε να έχει την δυνατότητα αποστολής στρατευμάτωνεκτός της επικρατείας, ενώ επιταχύνει τα εξοπλιστικά της προγράμματα, έχοντας ως προφανή στόχο και αντίπαλο την Κίνα. Η Ενωση SCO (Shanghai Cooperation Organisation) στην οποία ανήκουν Ρωσία, Κίνα, Μογγολία, Ινδία, Καζακστάν, Κιργισία, Τατζικιστάν, καθώς και το Ιράν ως παρατηρητής, δημιουργεί προοπτικές αμυντικής συνεργασίας ξεκινώντας κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και γυμνάσια.
Εδώ και αρκετά χρόνια Ρωσία, Κίνα και Ιράν συνεργάζονται στενά στους τομείς αμυντικών τεχνολογιών και προμηθειών. Οι συνεργασίες αυτές δεν δημιουργήθηκαν άνευ λόγου και αιτίας, αναδύθηκαν από την ανάγκη προάσπισης έναντι της επιθετικής-νεοιμπεριαλιστικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική προμηνύει σαφέστατα περιφερειακές συγκρούσεις, με τους τζιχαντιστές και τις ενδομουσουλμανικές θρησκευτικές έριδες απλώς να αποτελούν πρόσχημα για κλιμάκωση της έντασης και την ανάμιξη χερσαίων νατοϊκών δυνάμεων στην περιοχή, με αποτέλεσμα την περαιτέρω όξυνση των σχέσεων μεταξύ των γεωστρατηγικών σφαιρών επιρροής Δύσης, Ρωσίας-Κίνας.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Ρωσία και η Κίνα δεν ήταν αντίπαλοι της λεγόμενης Δύσης. Μόλις όμως αυτές οι δυο χώρες αποφάσισαν την σταδιακή απομάκρυνση από το χρηματοπιστωτικό σύστημα του δολαρίου και την συνεργασία τους στους τομείς ενέργειας, άμυνας και υποδομών, καθώς και την δημιουργία της Ευρασιατικής Ενωσης και της συμμαχίας των BRICS, τότε το αμερικανοσιωνιστικό σύστημα αισθάνθηκε μια τεράστια γεωπολιτική πίεση στην οποία έπρεπε να αντισταθεί. Έτσι δημιούργησε γεωστρατηγικές εντάσεις και συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο για να εκτονώσει αυτή την πίεση, να διατηρήσει ταυτόχρονα την μονοπολική του κυριαρχία και να μπορέσει να ολοκληρώσει τους σχεδιασμούς του γεωπολιτικού-στρατηγικού του δόγματος.
Οι γεωστρατηγικές εντάσεις και συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών παγκοσμίως. Από την δεκαετία του 2000 οι χώρες ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Σαουδική Αραβία, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ινδία, Τουρκία, Ισραήλ, Αυστραλία έχουν διπλασιάσει τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς και το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί. Τι θα επακολουθήσει; Τι φοβούνται; Πρόκειται για μια αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου ή πρόκειται να συμβεί κάτι άλλο. Το 2016 είναι ένα σημαντικό έτος όσον αφορά τα γεωστρατηγικά μέτωπα. Ρωσία και Κίνα πρέπει να δώσουν απαντήσεις και λύσεις στα θέατρα συγκρούσεων, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις που προήλθαν από την αποσταθεροποιητική στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Μια στρατηγική που φέρει τον τίτλο «full spectrumdominance» και τον υπότιτλο «win in a complex world 2020-2040», δηλαδή την απόλυτη υπεροχή σε ξηρά,θάλασσα και αέρα σε όλο τον κόσμο με αντιπάλους την Ρωσία και την Κίνα και δευτερευόντως το Ιράν. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να αντισταθούν επιτυχώς στα σχέδια των ΗΠΑ. Ομως θα ήταν λάθος να πιστέψουν ότι οι ΗΠΑ θα οπισθοχωρήσουν αμαχητί από τα μέτωπα. Το στρατηγικό τους δόγμα μπορεί να μην είναι πλέον ρεαλιστικό, αλλά εξακολουθούν να είναι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη που δύναται ανά πάσα στιγμή να πατήσει την σκανδάλη ενός παγκοσμίου πολέμου.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η κρίση της Συρίας, της Ουκρανίας ή των νήσων Σενκάκου-Ντιαόγκου και της ΑΟΖ στην ΝοτιοανατολικήΑσία δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα, αλλά αποτελούν μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές τάσεις εκθετικής καιόχι γραμμικής πορείας (καμπύλης). Από ένα σημείο και μετά η πορεία αυτών των εκθετικών γεωπολιτικώντάσεων γίνεται ανεξέλεγκτη με αποτέλεσμα την κατάρρευση, τουτέστιν τον παγκόσμιο πόλεμο. Από την σύγκλιση των ανωτέρω αναφερομένων διαφαίνεται ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ των ΗΠΑ και Ρωσίας-Κίνας έχει διαρραγεί,μια εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης σε συνάρτηση με την επιθετική-νεοιμπεριαλιστική πολιτική της Ουάσιγκτον δημιουργεί την βάση για έναν Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος όμως δεν θα διεξαχθεί με συμβατικά όπλα, αφού ένας συμβατικός πόλεμοςεναντίον της Ρωσίας και Κίνας δεν θα μπορούσε να είναι νικηφόρος για τις ΗΠΑ. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα είναι πυρηνικός.
Προκειμένου να αποφευχθεί ένας πυρηνικός πόλεμος μεταξύ των υπερδυνάμεων υπάρχουν δυο λύσεις. Η μια είναι η υποταγή της Ρωσίας και Κίνας στην ηγεμονία των ΗΠΑ. Η δεύτερη λύση είναι η διάλυση του ΝΑΤΟ ή η αποχώρηση από αυτή την συμμαχία   ορισμένων κρατών-μελών που μπορεί να επηρεάσουν και να ανατρέψουν γεωστρατηγικά τις εξελίξεις που οδηγούν σε παγκόσμιο πόλεμο. Σε αυτές τις χώρες ανήκουν η Γερμανία και βέβαια η Ελλάδα. Το ΝΑΤΟ λειτουργεί ως εργαλείο της αμερικανοσιωνιστικής πολιτικής και αποτελεί την πλέον επικίνδυνη και αποσταθεροποιητική δύναμη του κόσμου, ακόμη και για τα ίδια τα κράτη-μέλη του.
Εάν το ΝΑΤΟ εξακολουθήσει να υφίσταται, τότε ένας τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται να είναι αναπόφευκτος.