Στις 3 Ιουλίου 1979 τελέσθηκε στον Λευκό Οίκο η βάπτιση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Την ημέρα εκείνη ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Κάρτερ υπέγραψε μια μυστική οδηγία προς την CIA κατόπιν εισηγήσεως του Συμβούλου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Μπρεζίνσκι. Να τονίσουμε ότι το αξίωμα του Συμβούλου Ασφαλείας στην ιεραρχία της αμερικανικής κυβέρνησης καταλαμβάνει ουσιαστικά την δεύτερη θέση μετά από αυτή του προέδρου των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με αυτή την οδηγία η CIA εντελλόταν να προσλάβει και να χρηματοδοτήσει ισλαμιστές μισθοφόρους από την Σαουδική Αραβία, οι οποίοι θα έπρεπε να διεισδύσουν στο Αφγανιστάν και να αποσταθεροποιήσουν την φιλοσοβιετική κυβέρνηση της Καμπούλ. Μεταξύ των μισθοφόρων που ήταν στο pay roll της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν και ο διαβόητος Οσάμα μπιν Λάντεν. Ο Σύμβουλος Ασφαλείας Μπρεζίνσκι, γνωστός Σιωνιστής εκ των πονημάτων και κυβερνητικών πράξεων του, είχε πείσει τον Κάρτερ ότι η διείσδυση και οι τρομοκρατικές ενέργειες των ισλαμιστών μισθοφόρων θα προκαλούσαν την στρατιωτική επέμβαση των Σοβιετικών οι οποίοι θα προσέτρεχαν να βοηθήσουν την φιλική προς αυτούς κυβέρνηση, αλλά και να διαφυλάξουν τα γεωστρατηγικά συμφέροντα τους στην Κεντρική Ασία.
Ο Μπρεζίνσκι είχε δίκιο στις εκτιμήσεις του. Οντως οι Σοβιετικοί τον Δεκέμβριο του 1979 εισέβαλαν στο Αφγανιστάν δημιουργώντας έτσι, όπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις, το δικό τους Βιετνάμ. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ήταν η αρχή του τέλους για την Σοβιετική Ένωση, η αρχή για την κατάρρευση της που επήλθε μετά από περίπου δέκα χρόνια. Οι ισλαμικές τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στην Νέα Υόρκη που κόστισαν την ζωή 3.000 αθώων είχαν ως αποτέλεσμα την εισβολή αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, παρ’ όλο που ουδείς εκ των τρομοκρατών της επίθεσης στους Διδύμους Πύργους και στο Πεντάγωνο προήρχετο από αυτή την χώρα. Αν ήθελαν οι ΗΠΑ πραγματικά να εκδικηθούν για τις τρομοκρατικές επιθέσεις, πιο δίκαιη θα ήταν η εισβολή στην Σαουδική Αραβία. Ως σήμερα διερευνάται αν οι επιθέσεις αυτές ήταν εν γνώσει των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και του τότε προέδρου Μπους του νεότερου, του οποίου η οικογένεια διατηρούσε σφιχτές σχέσεις με την σαουδαραβική οικογένεια των Μπιν Λάντεν.
Στην εισβολή που πραγματοποιήθηκε στο Αφγανιστάν ακριβώς 27 ημέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου με πρόσχημα την διαφύλαξη των «Δυτικών αξιών», οι ΗΠΑ συμμάχησαν με εξτρεμιστές μουσουλμάνους φυλάρχους της περιοχής όπως ο Ρασίντ Ντοστούμ για να φέρουν εις πέρας το έργο διάλυσης αυτής της χώρας. 14 χρόνια μετά ο πόλεμος στο Αφγανιστάν συνεχίζει να μαίνεται μεταξύ των εισβολέων και των Μουτζαχεντίν-Ταλιμπάν, που είχαν εκπαιδεύσει και εξοπλίσει οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Το 2009 ο πρόεδρος Ομπάμα αφού έλαβε το βραβείο Νόμπελ Έιρήνης (γιατί άραγε;) διαμήνυσε προς τον μουσουλμανικό κόσμο, όντας και ο ίδιος μουσουλμάνος εκ καταγωγής, τα ακόλουθα: «Το ιερό Κοράνιο διδάσκει ότι όποιος σκοτώσει έναν αθώο, σκοτώνει όλη την ανθρωπότητα και όποιος γλιτώσει από τον θάνατο έναν άνθρωπο, γλιτώνει όλη την ανθρωπότητα. Το Ισλάμ δεν είναι μέρος του προβλήματος στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, αλλά ένα μέσο για την προαγωγή της ειρήνης…». Προφανώς και ο Ομπάμα δεν είχε διαβάσει όλο το Κοράνιο και τα άλλα ιερά βιβλία του Ισλάμ, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Ο υποκριτής Ομπάμα το 2011 λησμόνησε τα προαναφερθέντα λόγια του όταν αποφάσισαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να απομακρύνουν τον «δικτάτορα» της Λιβύης Καντάφι από την εξουσία με την αιτιολογία ότι η χώρα του είχε γίνει το επίνειο μουσουλμάνων εξτρεμιστών και εξ αυτού κινδύνευε η ασφάλεια της Δύσης, αν και στην ετήσια έκθεση περί τρομοκρατίας για το 2010 του αμερικανικού Κογκρέσου η Λιβύη επαινείται ως αξιόπιστος συνεργάτης στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Έιρήσθω εν παρόδω έως το 2011 ουδείς λαθρομετανάστης-τζιχαντιστής από τα παράλια της Λιβύης είχε αποβιβαστεί στην νότια Έυρώπη. Να υπενθυμίσουμε επίσης ότι ο Καντάφι τα χρόνια που ήταν στην εξουσία είχε φιλοξενήσει πολλούς από αυτούς που εκ των υστέρων τον κατηγόρησαν ότι προάγει την τρομοκρατία, όπως ο Σαρκοζί, ο Σρέντερ, ο Μπλερ και πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ. Για την δολοφονία δια ανασκολόπισης του Καντάφι και την διάλυση της χώρας, στο όνομα των «Δυτικών αξιών», οι ΗΠΑ συμμάχησαν με την Αλ Κάϊντα της περιοχής και με άλλες ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
Μετά την αποσταθεροποίηση και διάλυση του Αφγανιστάν το 2001, της Λιβύης το 2011 και του Ιράκ που είχε προηγηθεί το 2003 ένεκα της εισβολής αμερικανικών στρατευμάτων με πρόσχημα το ουδέποτε ανευρεθέν χημικό οπλοστάσιο του Σαντάμ, η συνταγή της ισλαμικής τρομοκρατίας εφαρμόστηκε και στην Συρία. Το 2011 η προπαγανδιστική μηχανή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών συντονισμένη με τα σιωνιστικά ΜΜΕ τροφοδότησαν εντάσεις και δυσαρέσκεια στον πληθυσμό της Συρίας, ενώ παράλληλα χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία σουνίτες ισλαμιστές μισθοφόροι για να διασπείρουν το χάος στην περιοχή. Οπως και στις άλλες προαναφερθείσες περιπτώσεις το διακύβευμα στην Συρία ήταν οι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, το πετροδολάριο και βέβαια τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Οι ΗΠΑ από το 1979 που βάπτισαν την ισλαμική τρομοκρατία έως και σήμερα δελεάζουν αυτήν με ποικίλα επιχειρήματα ώστε να εξυπηρετούνται οι σκοπιμότητες της εξωτερικής τους πολιτικής. Ο Λευκός Οίκος θα συνεχίσει να βαπτίζει οργανώσεις ισλαμιστών τρομοκρατών που θα διασκορπίζουν το χάος και την απελπισία σε χώρες που δεν είναι φιλικές στην πολιτική της μονοπολικότητας και της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ, έως ότου οι λαοί και τα έθνη κατανοώντας τις ιστορικές πλέον σχέσεις τρομοκρατίας και Αμερικανοσιωνιστών αναλάβουν να καταστείλουν και να εκμηδενίσουν αυτή την πολιτική.